Τα ρεπό μου στην Ικαρία κατάντησαν λιγότερα κι από τις μικρές χαρές μου. Κι από αυτά όσα είναι, είναι μισακά. Όχι σε πανσέληνους, πανηγύρια και εκδηλώσεις αλλά σε μέρες που σε χωριά σαν το Μαγγανίτη μπορείς να συναντάς κόσμο ντόπιο, πρόσχαρο, που, νομίζοντας ότι είμαστε «ξένοι», θέλει να μας μιλά, να μας φιλεύει και να μας αγκαλιάζει. Σαν εκείνο το μεθυσμένο Μαγγανιώτη που καθίσαμε δίπλα του.
Μας κόζερε μισή ώρα. Πιανόταν από τα χείλη μας και έψαχνε την ευκαιρία. Και κει που συζητάγαμε για τα μπλόκια στο λιμανάκι (μας φανήκανε λιγότερα τα βράχια), έρχεται χωρίς να μας συστηθεί:
- Ρε σεις, ήκαμε ένα καιρό πέρσι το Φλεβάρη, κοντέψαμε να σκοτωθούμε! Το Χρίστο ντου λέω, τέτοιο καιρό ε τον ξανάδα! Το κύμα έφτανε μέχρι εδωνά. Και εγώ ήμουνα στο μόλο κ ήτρεχα να σωθώ!
- Μπα και ήτανε πιο πριν, τον ρωτάω, στην καταστροφή;
- Όχι όχι, Φλεβάρη τον έκανε εδώ τον καιρό που χάλασε το μόλο.
Η κουβέντα σταματά εκεί, όμως αυτός μας κοίταγε ακόμα, ήθελε και άλλα να πει.
- Νά ‘ρτετε στο γάμο το Σαββάτο, ξαδέρφη μου είν’ η νύφη και τους καλάει όλους. Να ‘ρτετε!
- ‘Ε ξέρω για μένα, θα πάω σ’ άλλο γάμο. Μόνο πες μου, ‘ά ‘χετε κείνο το άσχημο κρασί που είχατε στο πανηγύρι πέρσι;
- Άσχημο εν ήταν, μόνο βαρύ.
- Ναι καλά, καλά! Έτσι λες.
- Και πώς λέεσαι;
- Κόχυλας, του λέω, θέλοντας όπως όπως να σταματήσω την κουβέντα.
- Ρε συ, Κόχυλα είν’ και η μάνα μου, να δεις ‘ά βγομε κοντοξαδέρφια! Από Καρές βαστάς;
- Χριστό.
- Το Κόχυλας με ύψιλον για με έψιλογιώτα;
- Ύψιλον ύψιλον! Είμαι Αθηναίος όμως, δεν ξέρω κόσμο στην Ικαρία!
Καλά να πάθεις με τις μαλακίες σου, μου λεν οι φίλοι μου, τώρα που σε βρήκε Κόχυλα, δε θα σε αφήσει σε ησυχία. Καλά και εσύ, τόσα επίθετα έχει, Κόχυλας βρήκες;
Ανοίγει πακέτο άσσο και βάλθηκε να με κεράσει. Το παίρνω και το παρατώ δίπλα από τα τσίπουρα.
- Στο γάμο σου φίλε!
- Ηπαντρεύτηκα, το ήκαμα κι αυτό! Μια Βουλγάρα. Ήλεε ήλεε ήλλε… πα στο κεφάλι μου αν ημπορούσε ‘α κάθουνταν. Ρε συ Κοχυλάκι είναι κακές αυτές οι Βουλγάρες!
-Βρε! εν η ταιριάξατε, κακός ‘εν είν’ κανένας.
-Άκουε να σου πω κάτι εδώ που είσαι: Άσχημο κρασί και άσχημη γυναίκα εν υπάρχει… υπάρχει κακό κρασί και κακιά γυναίκα.
Η παροιμία γνωστή για μένα, μα πιο αληθινή και επίκαιρη δεν υπήρξε ποτέ.
Χτυπά τηλέφωνο. Ακαριαία το ρεπό μου σβήνεται. «πλάκωσε κόσμος, τρέχα, τρέχα και κάθεσαι μιαν άλλη μέρα!»
-Α φύω, του λέω, έχω δουγιές!
-Ε για κάτσε μια που ‘α με πετάξεις στη Φερόη να πάρω τσιγάρα.
-Να σε πάω, τι να σε κάμω.
Ανεβαίνει στο μηχανάκι. Η διαδρομή εκατό μέτρων μου φάνηκε χιλόμετρο. Του ερχόταν να χορεύει, να τραγουδά και ταυτόχρονα να μου αραδιάζει ιστορίες. Μπροστά μας ένα ενοικιαζόμενο με δυο κοπέλες. Και να θέλει να τους μιλά! Και να τις λέει Μπάρμπι και Σίντι! Ήμουν όμως τόσο περήφανος για τον καινούργιο Μαγγανιώτη φίλο μου που δεν ντράπηκα καθόλου!
Φτάνουμε στη ‘Φερόη’ και απέξω είναι δυο μικρές:
- Εσάς σας λέω Καρέζη και Βουγιουκλάκη γιατί μου μοιάζετε για θεατρίνες, λέει στις κοπέλες γελώντας.
Τον γύρισα πίσω στο απάγκιο του και τον χαιρέτησα με την υπόσχεση πως θα τα ξαναπούμε. Μου έδωσε άλλους δυο άσσους «για τη στράτα» όπως είπε.
Μετά από μια ώρα η παρέα μου έφυγε κι αυτή, μα δεν πλήρωσε τίποτα, ήταν όλα κερασμένα από τον Μαγγανιώτη φίλο μας.
Δεν ξέρω πώς θα μπορέσω να του πω ένα ευχαριστώ. Βλέπεις, υπάρχουν κι άνθρωποι τόσο αυθεντικοί που κανένα σημάδι της σύγχρονης ζωής δεν τους αγγίζει. Δεν δικτυώνεται ηλεκτρονικά για να μαζέψει φίλους, τους έχει. Δε βαστά κινητό για να τον βρεις, γιατί ξέρεις πολύ καλά πού και πότε θα τον συναντήσεις. Η λέξη μήνυμα του φαίνεται παντελώς άχρηστη.
Είμαι σίγουρος, όμως, πως στο επόμενο ρεπό μου θα είμαι εκεί. Θα είμαι αυτός που θα κερνάει, θα θάψω κάθε κομμάτι παραπληροφόρησης που τον τάισα, θα του πω το αληθινό μου όνομα. Και θα έχω τα μάτια και τα αυτιά της ψυχής μου ανοιχτά για άλλες -δικές του- ιστορίες.
Μέχρι τα επόμενα…
Καλό καλοκαίρι στα διαβατάρικα πουλιά και τις σφίγγες!
Νικόλας Κουντούπης
paraxrantos@gmail.com
Διαβάστε όλες τις ελεύθερες πτήσεις του Νικόλα Κουντούπη.