Ποτέ της δεν ήταν καλή στο να θυμάται στιγμές. Ζούσε έτσι απλά, χωρίς να δίνει σημασία στα στιγμιότυπα της ζωής της. Τόσο που αν της ζητούσε κανείς να ξεθάψει την πιο πρώτη της μνήμη, όσο και να ‘ψαχνε μέσα της δεν θα έβρισκε τίποτα πιο παλιό από κάτι μνήμες του δημοτικού. Κι αυτές κομματιασμένες, θολές και στραπατσαρισμένες από το πέρασμα των χρόνων.
Με την Ικαρία όμως ήταν αλλιώς. Γιατί ούτως ή άλλως τα πάντα που είχαν να κάνουν με αυτό το νησί ήταν πάντα αλλιώς. Εκεί οι μνήμες της ξεκινούσαν από πολύ πιο νωρίς.
Μα πώς και βάλθηκε σήμερα να τα θυμηθεί ολα; Περιμένοντας την επιβίβαση της πτήσης της που θα την έφερνε πιο κοντά στο νησί, άρχισε να μαζεύει τα κομμάτια του μυαλού, να ξεδιαλύνει, να ταξινομεί.. μήπως και μπορέσει να βρεί αυτή τη μία, την πιο πρώτη της μνήμη από εκεί. Και την βρήκε.
Ούτε τριών χρονών δεν ήταν καλά καλά τότε, όταν άνοιξε η μπουκαπόρτα στο μόλο και βγήκε αμήχανα από το καράβι κρατώντας τη φούστα της μάνας της. Κι αφού διέσχυσε ένα χωριό ολόκληρο, βρέθηκε επιτέλους μπροστά σε μια μικρή ανοιχτή ροζ καγκελόπορτα που την καλωσόριζε. Κι εκεί συστήθηκε για πρώτη φορά στον κόσμο της. Ένα κόσμο τόσο μικρό όσο τα τρία δωμάτια του σπιτιού του παππού και της γιαγιάς.
Καθισμένη τώρα στη άβολη θέση του αεροπλάνου και μην έχοντας τίποτα άλλο να κάνει παρά να ονειρεύεται, της ήρθαν ξαφνικά όλα στο νου. Μέχρι και τα πιο μικρά. Η μυρωδιά του σπιτιού και τα σεντόνια από την Αμερική που έστελναν οι θείες. Οι άγιοι πρόχειρα καρφωμένοι στους σοβάδες των τοίχων και τα πράγματα της γιαγιάς που θύμιζαν άλλες εποχές στοιβαγμένα παντού.
Κι απ’ έξω απλωμένη να την εξερευνήσεις, σα θάλασσα απέραντη η αυλή του παππού. Της φαινόταν τεράστια τότε, γεμάτη παράξενα κι επικίνδυνα πλάσματα. Και τριγύρω τα λουλούδια της γιαγιάς πολύχρωμα να ησυχάζουν τους φόβους και να βάζουν τα όρια. Τα όρια αυτού του καλά φυλαγμένου κόσμου που θα γινόταν ολόδικος της μετά από λίγο καιρό.
Είχε καμιά ώρα ταξίδι ακόμα μέχρι να φτάσει στον προορισμό της. Μα τώρα όσο και να προσπαθούσε, δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το μυαλό της από εκείνες τις εικόνες. Το μεγάλο ντιβάνι στη μέση της αυλής κάτω από τη συκιά, το παράξενο δέντρο που έβρεχε ‘μπιρμπιλόνια’, τα σαμιαμίδια που φοβόταν μην πέσουν στο κεφάλι της κάθε που έσβηναν τα φώτα.
Και καθώς έβλεπε την απόσταση στην οθόνη του αεροπλάνου να μικραίνει, ήταν σαν να ‘κανε εκείνη την ώρα ένα ταξίδι στο χρόνο.. σαν να ‘φτανε μαγικά όλο και πιο κοντά στην πρώτη της μνήμη.. πίσω σ΄εκείνη τη μέρα που μύριζε θυμάρι και νυχτολούλουδο.
Γιούλη Φραδέλου
fradelou_georgia@hotmail.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Γιούλης Φραδέλου.
Ολόκληρη η πρώτη μνήμη Ικαρίας, εδώ.