Το χέρι της είχε βγάλει φούσκες.
- Πώς το έπαθες αυτό;
- Ε, από το κλάδεμα. Πήγα με τον πατέρα μου να κλαδέψουμε το αμπέλι.
- Και τι δουλειά είχες εσύ, να κατέβεις τριήμερο κάτω κι αντί για καρναβάλι να κλαδεύεις αμπέλια;
- Μα ήθελα να μάθω πώς γίνεται. Αύριο μπορεί να πρέπει να το κλαδεύω εγώ.
- Κι έμαθες;
Γελάει.
- Όχι και πολλά πράγματα. Ρώταγα τον πατέρα μου τι να κάνω, και μου έλεγε «Βλέπε». Έβλεπα κι εγώ, κι έκοβα όπως νόμιζα. Μετά μου έλεγε πως ‘εν τα κανα σωστά. Άγνωστο πως είναι το «σωστά» στο μυαλό του μέσα.
- Μα εσύ μένεις στην Αθήνα τόσα χρόνια, για αμπέλια είσαι;
- Το αμπέλι θέλει τον αμπελουργό, έτσι λέει ο πατέρας μου. Μόνο του δεν κάνει.
Σειρά μου να γελάσω.
- Να ‘πινες και κρασί, να πω «μάλιστα»...
- Εσύ που πίνεις κρασί, έχεις κάνα αμπελάκι; Να το κλαδέψουμε άμα έρτει η ώρα...
Δεν έχω, καθότι «αστός» (ο Θεός να το κάνει...) τριών γενεών πλέον. Ο παππούς είχε ένα αμπέλι στον Κοσκινά που καταστράφηκε από φυλλοξήρα το 1926, λίγο πριν τα μαζέψει και ξενιτευτεί στον Πειραιά. Έκτοτε αγνοούνται οι συντεταγμένες του, φοβούμαι... Ο πατέρας μου φύτεψε κάτι κλήματα σε ένα χωράφι στην Ακαμάτρα προ εικοσαετίας, αλλά μια μέρα προσγειώθηκε ένα κατσικάκι του γείτονα μέσα και δεν άφησε ούτε πράσινο φύλλο. Δεν ξαναφύτρωσε τίποτα μετά.
Βέβαια αναμενόμενο ήταν· πήγε ο φουκαράς και φύτεψε το αμπέλι μέσα στη φωλιά των κατσικάδων. Το εκ μητρός σόι μου ήταν εκ παραδόσεως κτηνοτρόφοι· κάποιοι μάλιστα λένε ότι το επίθετό τους (Καρναβάς) σχετίζεται με το κρέας (carna) που έφερναν, αν και έχω ακούσει και εκδοχή με καρναβάλι, δεν το έχω ψάξει επισταμένως. Το σίγουρο είναι ότι οι παππούδες και οι προπαππούδες μου βοσκούσαν ασυστόλως τα κοπάδια τους εδώ κι εκεί, συχνά σε καλλιεργημένα χωράφια. Ουδεμία έκπληξις που το αμπέλι μας πήγε υπέρ των οικογενειακών παραδόσεων, λοιπόν.
Πάντως μια χαριτωμένη ιστοριούλα βόσκησης που είχα ακούσει μικρός στην Ακαμάτρα μου τη θύμισε ο ο αδελφός μου τις προάλλες. Μας είχαν δείξει έναν συχωριανό που άφηνε τα κατσίκια του να βόσκουν αμολατά, μέχρι που μια μέρα τα αμόλησε στο αμπέλι του πεθερού του, όπου φυσικά δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο. Ο πεθερός φυσικά εκνευρίστηκε τα μάλα, και ο αμελής γαμπρός πήγε να του ζητήσει συγγνώμη.
- Μα ‘εν ήξερα πως ήταν δικό σου το χωράφι, είπε.
- Μα ‘εν ήξερες πως ήταν δικό μου, απάντησε ο πεθερός. Mα πώς ‘εν ήταν δικό σου ‘εν το ‘ξερες;
Κάπως έτσι πρέπει να τρωγόντουσαν γεωργοί και κτηνοτρόφοι από τον καιρό του Κάιν και του Άβελ. Αλλά τι τα θες, ας πιούμε ένα κρασάκι μέχρι να σου περάσουν οι φουσκάλες.
Και ο Θεός να την πολυχρονεί την αμπελοκουτσούρα...
Βασίλης Δουρής
akamatra@gmail.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Βασίλη Δουρή.