Λίγα λουλούδια για τους πεθαμένους

Με φωνάξανε κι εμένα μαζί με κανα δυο ακόμα να πάρουμε τον πεθαμένο να τον θάψουμε. Είχε πεθάνει από την πείνα, μόλις τον είδα σάστισα, τα γόνατά μου λύγισαν, ένιωσα ένα γαργάλημα πίσω στο σβέρκο και μια αόρατη δύναμη μου γύρισε το κεφάλι από την άλλη. Αναγούλα, το στομάχι μου σφίχτηκε. Τον κουβάλησα όμως, με δάκρυ, με πείσμα, με φόβο, χωρίς να κοιτάω. Ο δεύτερος πέθανε την άλλη μέρα. Στο ρέμα, είχε ψήσει έναν γάιδαρο και ή τον πείραξε ή δεν πρόλαβε να τον χορτάσει. Αυτόν τον είδα καλά. Τα ένιωσα όλα πάλι απ' την αρχή. Αλλά είχα και περιέργεια. Τα μάτια του, τα πόδια του, τα λιγνά του μέλη. Είχα περιέργεια και τον κοίταξα ώρα. Μετά πέθαναν κι άλλοι, κι άλλοι πολλοί. Και τους κουβαλούσαμε δυο δυο, τρεις τρεις. Και δεν ήξερες ποιόν να λυπηθείς. Αυτούς; Τους δικούς τους που κλαίγαν σιωπηλά; Ή εμάς που 20 χρονών παλικάρια κουβαλούσαμε πεθαμένους συμπατριώτες και συγγενείς που χάνονταν ο ένας μετά τον άλλον; Κι εμάς μας λυπήθηκα. Στον εικοστό γελούσαμε, όχι από ασέβεια. Από νευρικότητα, από φόβο, από τρομάρα. Τρομάρα γιατί είχαμε συνηθίσει. Τρομάρα που δεν είχαμε ακόμα κουβαλήσει τους γονείς και τ' αδέρφια μας. Γελούσαμε γιατί πια η θέα του πεθαμένου ήταν συνηθισμένη και καθόλου δε σαστίζαμε. Γελούσα νευρικά κάτω απ' το μουστάκι μου. Κι ευχόμουν κάθε μέρα οι γιοί μου να μη δούνε ποτέ πεθαμένο. Κι αφού δεν πέτυχε η ευχή μου αυτή, ευχήθηκα μετά για τα εγγόνια μου. Να μη ζήσουν ποτέ τέτοια κακιά μοίρα στον τόπο τους.

Και μετά πήγα να πολεμήσω, κι είδα κι άλλους πεθαμένους. Και γνώρισα, καλούς, κακούς, ξένους πατριώτες και συγχωριανούς. Και με βασάνισαν γιατί ήμουν ξένος, και με χτύπησαν γιατί δεν ήμουν αρκετά Έλληνας, και με παράτησαν γιατί δεν ήμουν δικός τους συγχωριανός. Κι εμένα κι άλλους πολλούς. Και η γυναίκα μου ήταν άρρωστη και τα παιδιά μου πεινούσαν κι έκανα κουράγιο και γύρισα στο χωριό μου για να μη με κουβαλήσει κανείς. Κι ύστερα με πήγαν εξορία γιατί πίστευα κάτι άλλο κι υπέφερα πολύ γιατί ήμουν διαφορετικός. Κι ευχήθηκα να δω έναν κόσμο που να χωράνε όλοι, κι οι κόκκινοι κι οι κίτρινοι και οι μελιτζανί, γιατί από κόκκινος είχα γίνει μελιτζανί και τα παιδιά μου ήταν θάλασσες μακριά. Αλλά και πάλι γλύτωσα, ή γλύτωσε κάποιος άλλος δε θυμάμαι πια. Κι ευχήθηκα να έχω πάντα ένα τραπέζι μεγάλο γεμάτο να χωράει τις βασανισμένες ψυχές και τα άδεια στομάχια. Κι έκοβα πάντα ένα κομμάτι ψωμί με το μαχαίρι για τον φτωχό που πέρναγε έξω από την αυλή μου.

Και ένα βράδυ σηκώθηκα να αλλάξω θέση κι από τότε δε θυμάμαι πολλά. Θυμάμαι κόσμο πολύ με κλάματα και χαμόγελα και τους γάτες να με περιμένουν στα σκαλιά της εκκλησίας. Δε θυμάμαι ποιός με κουβάλησε γιατί φοβόμουν μάλλον που ήμουν πεθαμένος. Μερικές φορές βρίσκω τους δικούς μου στα όνειρα. Θέλω να τους ρωτήσω αν πιάσαν οι ευχές μου. Πώς πήγαμε στις εκλογές κι αν είναι όλοι τους καλά. Βλέπω όμως ένα κόκκινο γαρύφαλλο που και που μπροστά μου. Ελπίζω ο κόσμος να αγωνίζεται ακόμα. Και για τους ζωντανούς και για τους πεθαμένους. Για όλους μας.

Δώρα Τεμπέλη
doratempeli@yahoo.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Δώρας Τεμπέλη.

ikariastore banner