Η Τούλα ήταν αυτό που θα λέγαμε ένα λαϊκό κορίτσι. Με τα φουστανάκια του, τα τακουνάκια του και την ελαφρότητά του, το τσαγανό και την τσαχπινιά του, το λικνιστό του περπάτημα, τη ρέουσα κίνηση στους γοφούς γεμάτη υποσχέσεις, σωστή φρεγάτα. Λάγνα, αδιάφορη και βασανιστική, όσο ακριβώς χρειαζόταν για να σκορπάει αφειδώς αναστεναγμούς στους άντρες του χωριού. Κομμώτρια κατά το επάγγελμα, χτένιζε με περισσή τέχνη (αν και ελαφρώς αμφίβολο γούστο) τις κυρίες της γειτονιάς, οι οποίες μεν εμπιστεύονταν τα χεράκια της, αλλά την κοιτάζαν με μισό μάτι κατά τα λοιπά, καθώς καθόλου δεν τους διέφευγαν τα λιγωμένα βλέμματα των αντρών τους, όταν το Τουλάκι κατηφόριζε τις ρούγες.
Για να είμαστε, όμως, δίκαιοι, η Τούλα ήταν κορίτσι σπαθί. Επίσης, δεν ήταν καθόλου χαζή. Ήξερε πολύ καλά την επίδραση που είχε το μειδίαμά στης στον μανάβη, που κάθε φορά, πίσω από την πλάτη της γυναίκας του, έβαζε κι ένα δυο αχλάδια παραπάνω στη σακούλα της, γιατί του ‘χε πεί πως πολύ της αρέσουν, και καταλάβαινε πως ο αυγουλάς ξεχώριζε τα πιο φρέσκα αυγά για να της τα ‘χει κρατημένα, αλλά δικαίωμα δεν έδινε σε κανέναν. Τα όρια της ήταν αδιαπέραστα και ήταν απολύτως σαφές.
Άσε που στο κάτω κάτω της γραφής, η Τούλα μάτια είχε μόνο για έναν, τον Γιαννάκη της. Ο Γιάννης ήταν μηχανικός, σπουδαγμένος στην Αθήνα, διαβασμένος, βουτηγμένος στα βαθειά νοήματα, στις νεφελώδεις αναζητήσεις, στην πολιτική, στην Επανάσταση και την βαριά κουλτούρα. Η Τούλα δεκάρα τσακιστή δεν έδινε για τον Μπονιουέλ, άσε που της φαινόταν και κομματάκι ανώμαλος, για να λέμε και την αλήθεια, κι από την άλλη ο Γιάννης έβραζε όταν την έβλεπε με τον Θησαυρό απλωμένο στα γόνατα να περνάει τρίτη στρώση το μανό. Αλλά κάθε φορά που έβαζε η Τούλα τις ατίθασες μπούκλες της (τις αποκτηθείσες με περμανάντ ασφαλώς) πίσω από τ’ αυτάκια της και εξέπνεε τον καπνό από το τσιγάρο της σαν χανούμισσα σε χαρέμι, κόβονταν τα πόδια του, πώς να το κάνουμε; Πώς έγινε και ανταμώσανε οι δρόμοι τους σ’ αυτόν τον τόπο, κανείς ποτέ δεν κατάλαβε, μα να που έγινε. Κι ήταν ένας έρωτας απόλυτος, αδιαπραγμάτευτος, μια θύελλα κι εκείνοι οι δυο στο κέντρο, να μη χορταίνουν ο ένας τον άλλον.
Μόνο να, ο Γιαννάκης είχε ένα κουσούρι. Ή μάλλον πολλά. Τις γυναίκες. Του ήταν ασύλληπτα δύσκολο να αντισταθεί στον ποδόγυρο, ήταν, πώς το λένε, εντελώς πάνω από τις δυνάμεις του. Όσο κουλτουριάρης ήταν -τρομάρα του-, άλλο τόσο μπερμπάντης. Ο έρωτας του για την Τούλα ήταν τρελός και μανιασμένος· τίποτα, ποτέ, δε μπόρεσε να συγκριθεί μ’ αυτό, ούτε κατά διάνοια. Όμως, και το θέλγητρο των γυναικών, των άλλων γυναικών, ήταν επίσης μανία, αδύνατον να τιθασευτεί. Προσπάθησε, βεβαίως, ν’ αλλάξει, ή έτσι έλεγε στον εαυτό του, γιατί το ‘ξερε, το καταλάβαινε κι ο ίδιος, πως δεν θα ‘χε καλά ξεμπερδέματα αυτή η ιστορία, κι αν έπαιρνε τίποτα μυρωδιά η Τούλα δεν θα τον ξέπλενε ο Ιορδάνης ποταμός, ούτε αυτόν, ούτε τις λεγάμενες. Βιτριόλι θα του ‘ριχνε, ικανή την είχε. Κι αν αγαπούσε ένα πράγμα ο Γιάννης περισσότερο από την Τούλα, ήταν το όμορφο του πρόσωπο, που τόσο πολύ γοήτευε τις γυναίκες.
Όσο, πάντως, κι αν αντιστάθηκε στις Σειρήνες, δεν περιόρισε αρκούντως τα τσιλιμπουρδίσματα. Πρόσεχε, βέβαια, κατά το δυνατόν, και κάλυπτε τα ίχνη του, αλλά, όπως και να το κάνεις, ο τόπος ήταν μικρός, όλοι, λίγο - πολύ, γνωρίζονταν μεταξύ τους και εν τέλει, ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον. Από καιρού εις καιρόν διάφορες βρώμες φτάνανε στ’ αυτιά της Τούλας, πως κάποιος τον είδε να νυχτοπερπατά, κάποιος άλλος να βγαίνει σκαστός από ένα παράθυρο, κάποιος τρίτος ότι σ’ ένα γλέντι τον πήραν είδηση να ξεμοναχιάζει μια πιτσιρίκα. Φούντωνε η Τούλα, της ανέβαινε η πίεση 18, και του την είχε στημένη να τον αφαλοκόψει, αλλά πώς τα κατάφερνε ο μπαγάσας και πάντα την τούμπαρε. Τη μια της έλεγε πως τους ζηλεύουν και θέλουν να τους χωρίσουν, την δεύτερη πως είχε πάει για δουλειές και έλεγχε τα κουφώματα, την τρίτη πως με την ξαδέρφη του την Άννα χόρευε και να μην είναι χαζή, ο κόσμος είναι κακός κι εκείνος την είχε κορώνα στο κεφάλι του. Κι εκείνη, αν και την έτρωγε μέσα της το σκουλήκι και ήξερε πως κάτι σαν να μην πάει απολύτως καλά, έδινε τόπο στην οργή και έκανε τα ξινά γλυκά, τουλάχιστον προς ώρας. Ως την επόμενη αφορμή.
Μέχρι που μια ωραία μέρα, είναι η Τούλα στο κομμωτήριο, σκουπίζει βιαστικά τρίχες από το πάτωμα για να προλάβει να φύγει να πάει να κόψει τους κάλους του μπάρμπα Φώτη και σιγομουρμουράει τη Μαργαρίτα τη Μαργαρώ. Kαι να σου, μπαίνει μέσα η Ευανθία, μεγάλη κουτσομπόλα, φαρμακομύτα, στρογγυλή σα χύτρα και πεντάσχημη σαν κόρακας, που μεγάλο άχτι το είχε το κορίτσι μας.
- Καλημέρα, Τουλάκι, πώς είσαι, καλή μου; Ρωτάει με φωνή που στάζει έγνοια και φαρμάκι η Ευανθία.
- Καλημέρα, καλημέρα! Πώς να ‘μαι; Μια χαρά, δόξα τω Θεώ. Θα πεταχτώ στο μπάρμπα Φώτη τώρα, που με περιμένει για τους κάλους του. Το καλό που του θέλω να ‘χει μουσκέψει τα πόδια του, αλλιώς θα ξημερώσουμε. Μα δε βαριέσαι…. Εσύ πώς από δω; Χτένισμα θες μεσοβδόμαδα; Από αύριο, καλύτερα.
- Όχι, όχι, τί χτένισμα, καλέ. Όχι, να… μόν’ έτσι πέρασα, να δω πως είσαι.
Κάτι δεν της άρεσε της Τούλας στον τόνο της φωνής της Ευανθίας, άσε που ποτέ της δε νοιάχτηκε και για την καλή υγεία κανενός κατά το παρελθόν, κι αρχίζουν να ζώνουν τη τα φίδια.
- Λέγε τι ξέρεις!
- Τι να ξέρω, Τουλάκι;
- Ας’ τα σάπια και λέγε τι ξέρεις!
Πολύ δεν ήθελε η Ευανθία, εξάλλου με αυτόν ακριβώς το σκοπό είχε πάει επίσκεψη στο κομμωτήριο, και τα ξερνάει όλα. Πώς ο Γιάννης ΤΗΣ, το καμάρι ΤΗΣ, ο άντρας ΤΗΣ, λέγεται πως έχει γκόμενα, κι όχι απλώς γκόμενα, αλλά την έχει και σπιτωμένη εκεί κι εκεί. Κι ότι, αν πάει τώρα δα να χτυπήσει την πόρτα, θα τους τσακώσει επί το έργον.
Θεριό ανήμερο έγινε η Τούλα, ταύρος εν υαλοπωλείο, και για πότε πέταξε τη σκούπα χάμω, έβγαλε την ποδιά και έβαλε τα παπούτσια της και βρέθηκε να τρέχει μαινόμενη, ούτε που το κατάλαβε η Ευανθία. Σ’ όλο το δρόμο σκεφτόταν η Τούλα τι θα του κάνει άμα τον πετύχει με άλλη, με πόσους τρόπους θα τον σκοτώσει, κι αυτόν κι εκείνη, που τον αγάπησε σαν τίποτα στον κόσμο, που τον είχε στα ώπα ώπα, βασιλιά, κι αυτός να τρέχει με τις ΓΚΟΜΕΝΕΣ, και να την κερατώνει, ΕΚΕΙΝΗ, ένα κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά, που πέφτουν σαν τις μύγες οι άντρες στην ποδιά της, κι εκείνη εκεί, τυφλή, που άλλος άντρας κανείς δεν την ακούμπησε και να τη βγάζει και τρελή από πάνω, τέτοιο θράσος! Κι αμέσως πάλι σκεφτόταν, πως δε μπορεί, ψέματα θα ‘ναι, πάλι ψέματα, και να δεις, που θα πάει εκεί και τίποτα δε θα ‘ναι και θα γίνει ρεζίλι των σκυλιών και μετά θα την πιάσει την Ευανθία να της το μαδήσει το μαλλί τρίχα τρίχα, τέτοια κάργια που είναι, που τη ζηλεύει, το ξέρει πως τη ζηλεύει, ηλίου φαεινότερον, έτσι που είναι σα μοσχαροκεφαλή, πανάθεμά τη! Τέτοιους κύκλους κάνανε οι σκέψεις της και μέχρι να φτάσει πια στο σπίτι που της κατέδωσε η άλλη, είχε πια τελείως μπερδευτεί.
Με το που ζυγώνει στην πόρτα, σαστίζει. Και τώρα; Δεν προλαβαίνει να το πολυσκέφτει κι ακούει από μέσα γέλια πνιχτά και «Καλέ, μη! Γαργαλιέμαι!» Θολώνει πάλι το μάτι της, αλλά συγκρατείται και χτυπάει την πόρτα απαλά κι αδιάφορα, μην τους σκιάξει και δεν ανοίξουν.
Τα γέλια κόβονται αμέσως, ακούει βήματα να πλησιάζουν και το κλειδί να γυρνάει στην κλειδαριά. Η πόρτα ανοίγει και να σου ο Γιάννης, ο Γιάννης ΤΗΣ, με τα σώβρακα! Το σπίτι ήταν ένα δωμάτιο όλο κι όλο (μμμ, σιγά και το σπίτι, δηλαδή) και στο βάθος, πάνω στο κρεββάτι αναμαλλιασμένη και τυλιγμένη όπως όπως με κάτι σεντόνια εμπριμέ (με κάτι λουλουδάκια ψιλά ψιλά, γαλάζια, ποτέ δεν τα ξέχασε η Τούλα) μια κοπέλα!
- Γιάννηηηηηηη!
Ο Γιάννης, στήλη άλατος, με το στόμα ανοιχτό, του κόπηκαν τα ήπατα, μόνο το Τουλάκι δεν περίμενε ν’ αντικρύσει ανοίγοντας την πόρτα.
- Γιάννη, παλιοτόμαρο, θα σε σκοτώσω! Μπήγει τις φωνές εκείνη και πάει να του χιμήξει
- Τουλάκι μου, αγάπη μου, φώς μου!
Της πιάνει τα χέρια και τη μαγκώνει από τη μέση, ίσα που προλαβαίνει και την κρατάει, να μην μπουκάρει μέσα.
- Τι «αγάπη μου», ρε αλήτη; Θα σε σφάξω! Και μετά θα σφάξω κι αυτήν!
Η Τούλα, έξαλλη, προσπαθεί να απελευθερωθεί και να του βγάλει τα μάτια.
- Αγάπη μου, λατρεία μου, έρωτα μου, δεν είναι αυτό που νομίζεις!
Η κοπέλα στο κρεβάτι, αλαφιασμένη, προσπαθεί να βρεί ένα τρόπο διαφυγής, αλλά είναι αδύνατον. Για να βγεί πρέπει να περάσει από την Τούλα και κάτι της λέει πως οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος της, οπότε συνεχίζει να λουφάζει κάτω από τα σκεπάσματα.
- Τι δεν είναι αυτό που νομίζω, ρε κάθαρμα; Τι κάνει αυτή εδώ; Ε;
- Τουλάκι μου, φώς μου, δεν είναι τίποτα, σου λέω! Με παρεξηγείς, αγάπη μου, ηρέμησε!
-Τι να ηρεμήσω, Γιάννη; ΤΙ ΝΑ ΗΡΕΜΗΣΩ; Θα σας θάψω και τους δύο σου λέω, άσε με να μπώ, να σας σκοτώσω!
- Βρε, μωρό μου, δεν είναι αυτό που νομίζεις σου λέω, άσε με να σου εξηγήσω!
- Αφού τη βλέπω, Γιάννη, ΤΗΝ ΠΟΥΤΑΝΑ, τη βλέπω με τα μάτια μου!
Και τότε ο Γιάννης, με το αμίμητο θράσος που τον διέκρινε, απαντά αυτό που έμελλε να μείνει χαραγμένο με χρυσά γράμματα στην Ιστορία των απανταχού απίστων:
- Τουλάκι μου, φως μου, πιστεύεις τα ματάκια σου και δεν πιστεύεις τον Γιαννάκη σου;…
Κανείς δεν ξέρει να μας πει τι απέγινε μετά. Το μόνο σίγουρο είναι πως και το κορίτσι και ο Γιάννης, γλυτώσανε τον πρόωρο θάνατο, έστω και οριακά, αν και τα κατορθώματά τους έγιναν βούκινο εν ριπή οφθαλμού στο νησί. Ο δεσμός μεταξύ της Τούλας και του Γιάννη δεν ξέρουμε πόσο κράτησε μετά από αυτό, πάντως, εν τέλει οι δρόμοι τους χώρισαν, ελπίζω λιγότερο επεισοδιακά. Όμως, ίσως άθελα του, ο Γιάννης, μέσα στην έπαρση και την αφέλεια του, διατύπωσε, αν και κάπως άτσαλα, τη μεγαλύτερη αλήθεια των ερωτευμένων. Στον έρωτα, δυστυχώς ή ευτυχώς, σημασία δεν έχει αυτό που είναι, αλλά αυτό που θέλουμε να είναι.
Κι είναι κι αυτό μια κάποια μορφή τρέλας.
Ρωξάνα Θεοδώρου
roxana.theodorou@gmail.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Ρωξάνας Θεοδώρου.