Τα χρόνια της κατοχής ήταν δύσκολα στο νησί, όπως σε κάθε άλλος μέρος της Ελλάδας. Στην Αθήνα, βέβαια, όλα ήταν ακόμα δυσκολότερα. Πείνα, εξαθλίωση και όλοι οι κατακτητές βαθμοφόροι με τα επιτελεία τους πάνω από το κεφάλι σου σε κάθε γωνιά στην πρωτεύουσα.
Στην Ικαριά ζούσες σχετικά πιο «ελεύθερα» ακόμα και τότε. Γιατί εκεί έστελναν μόνο κάτι τελευταίους φαντάρους (μάλλον φουκαράδες αντί γαλονάδων) που στην περίπτωση των Ιταλών πεινούσαν όσο και οι Έλληνες. Και όσο να ‘ναι κάτι θα βρεις να φας από τη φύση ή από τα ζωντανά που σφάζονταν κρυφά και έτρωγε όλο το χωριό… Όπως και να το κάνεις, η πείνα τους επηρέασε, αλλά οι συνθήκες ήταν καλύτερες, πιο κοντά στην προηγούμενη τους πραγματικότητα τουλάχιστον, που ήταν έτσι και αλλιώς δύσκολή σε τούτο το βόρειο νησί.
Τους Ιταλούς, όχι πως τους ήθελαν εκεί και τους αποδέχτηκαν, μα τους είχαν λίγο πολύ συνηθίσει. «Τους λυπόμασταν και αυτούς» λέει η γιαγιά Ευτυχιώ. «Εκείνοι οι Γερμανοί ήταν άλλο πράμα, όμως. Άτιμοι που να λυσσάξουν και αυτοί και η φάρα τους όλη!»
Δεν έβλεπα τη γιαγιά συχνά να θυμώνει και ομολογώ πως είχε πλάκα. Μα και η ίδια όταν έλεγε κάτι θυμωμένα (τάχαμου!) γέλαγε στο τέλος. Σαν να μην ήταν γραμμένο στο DNA της να θυμώνει όπως όλοι οι άνθρωποι. Ο μόνος τρόπος να καταλάβεις ότι κάτι την πείραζε πραγματικά, ήταν αν συνοδευόταν η πρόταση με δάκρυα. Στεναχωριόταν, δε θύμωνε η γιαγιά. Δεν έβριζε, δεν τσακωνόταν, είχε το δικό της τρόπο να κάνει αυτό που θέλει. Πάντα με το γλυκό. Μα δεν μπορούσε και κανείς να της επιβληθεί, ούτε και να τη μαλώσει ακόμα και όταν αντιστεκόταν σε κάτι.
Όπως στην ιστορία μας με τον «Γερμαναρά» διοικητή. Έτσι τον έλεγε η γιαγιά· ίσως να ήταν μεγαλόσωμος και να της φαινόταν τεράστιος - γιατί όλα ήταν τεράστια μπροστά σε αυτό το μικροσκοπικό πλάσμα με τα έντονα νευρικά χαρακτηριστικά. Ίσως να ήταν και ο τρόπος της να του θυμώσει αποκαλώντας τον έτσι κοροϊδευτικά για τη χοντροκομμένη του συμπεριφορά και τον άξεστο χαρακτήρα που αποδιδόταν μαζικά στους άντρες στην τότε Ναζιστική Γερμανία.
Έφτασε, λοιπόν, κάποια στιγμή ένας Γερμανός διοικητής στο Καραβόσταμο και έπρεπε να μείνει σε κάποιο σπίτι, να του παραχωρηθεί, δηλαδή, κάποιος αυτόνομος χώρος σε κάποιο ακατοίκητο ή δίπατο ή δίχωρο σπίτι, ώστε να μένει και να εγκαταστήσει και την οικογένεια του, μιας και οι Γερμανοί πίστεψαν πως θα είναι μόνιμο το πόστο τους και τον έχουν κερδισμένο τον πόλεμο ήδη. Με αυτή την ιδέα έστελναν και τους διοικητές.
Αρχικά πήγε στο σπίτι του τότε δημάρχου, μα είχε λέει πολλά παιδιά ο διοικητής και δεν θα βολευόταν εκεί. Πήγε τότε ο δήμαρχος στο Κατσαρολέικο και τους είπε πως στο σπίτι τους πρέπει να μείνει ο Γερμανός διοικητής, γιατί δεν χωράει αλλού. Ο προπάππους, ο Αντώνης, αντιστάθηκε αρχικά, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς, αφού δεν ήταν πολλά δίπατα σπίτια την εποχή εκείνη. Οπότε αναγκαστικά δέχτηκε. «Ήρτεν, λοιπόν, ο Γερμαναράς» και εγκαταστάθηκε στο σπίτι αναμένοντας την υπόλοιπη οικογένεια του.
Τώρα, βέβαια, κατακτητής ήταν και πόλεμο είχαμε, μα όταν κάποιος «φιλοξενείται», κατά κάποιο τρόπο, έστω και αναγκαστικό, στο σπίτι σου, πρέπει να δείξεις φιλοξενία και τρόπους και να τον περιποιηθείς. Όχι με ενθουσιασμό, ούτε με αγάπη, όπως ανοίγουμε τα σπίτια μας σε φίλους, μα με την τυπικότητα που απαιτούσε η περίσταση. Τι θέλει, τι χρειάζεται… Εντάξει δεν θα τρέχαμε κιόλας, αλλά όπως και να έχει, ξένος ήταν έπρεπε να τον βοηθήσεις να συγυριστεί .
Η Ευτυχιώ ήταν κοπελίτσα τότε. Ήθελε λοιπόν ο διοικητής να πλύνει τα πόδια του, γυρνώντας από το διοικητήριο και στο σπίτι ήταν μόνο η γιαγιά. Κακήν κακώς συνεννοηθήκαν δια της νοηματικής, γιατί δεν καταλάβαινε Γερμανικά. Το νερό το έπαιρναν από την πηγή τότε, μια βρύση ακριβώς απέναντι από το σπίτι. «Ίσα να κάμεις από την πόρτα και είναι η βρύση». Πράγματι. Έξω εκεί στην πόρτα, λοιπόν, καθόταν ο διοικητής σε μια καρέκλα (βλέποντας τη βρύση, δηλαδή) και προσπαθούσε να εξηγήσει στη γιαγιά τι την περίμενε να κάνει. Ίσως να ήθελε να του βγάλει και τις μπότες (ως κάποιο δείγμα υποταγής) αλλά στην πορεία κι αφού η γιαγιά δεν φαινόταν να καταλαβαίνει, αναγκάστηκε να τις βγάλει μόνος του, για να μπορέσει να της υποδείξει τα υπόλοιπα.
Πήγε λοιπόν η γιαγιά του έφερε καθαρή πετσέτα και καινούριο σαπούνι και του τα έδινε μα αυτός συνέχιζε να της εξηγεί στα γερμανικά λιγάκι πιο έντονα. «Μα τι θέλει βρε που να σκάσει πια; Με ζάλισε, τι θέλει, βρε Κωστή, καταλαβαίνεις;» «Να του πλύνεις τα πόδια εσύ, λέει!» της εξηγεί ο γείτονας που ή καταλάβαινε γερμανικά ή έκανε χάζι τόση ώρα την «κουβέντα» τους και είχε πιάσει το νόημα. «Μπα! Μωρέ, τί λες εκεί;»
Και ξάφνου το ευγενικό μικροσκοπικό κοριτσάκι βγάζει σιωπηλές αστραπές από τα έντονα μάτια της. Χωρίς να φωνάξει, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία της που αντιμετωπιζόταν ως δούλα, αλλά και χωρίς να φοβηθεί τον μεγαλόσωμο οπλισμένο κατακτητή, ακουμπάει με αποφασιστικό τρόπο την πετσέτα και το σαπούνι δίπλα του. «Εδώ είναι η πετσέτα, εδώ το σαπούνι και εκεί η βρύση!» Λέει αργά στα ελληνικά κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια και δείχνοντας με το δάχτυλο τη βρύση. «Να πάει να τα πλύνει μόνος του» συνεχίζει, σαν να λέει και στον γείτονα –χωρίς να το ζητάει όμως – να το μεταφράσει.
Κατάλαβε ο Γερμανός, την κοίταξε και χωρίς να μιλά άλλο, πήγε και πλύθηκε μόνος. Από τότε δεν της ξαναφέρθηκε με αυτόν τον τρόπο, ούτε και σε κανέναν άλλο από την οικογένεια, στο σύντομο διάστημα που τελικά παρέμεινε στο σπίτι. Ίσως, παρά το χοντροκομμένο τρόπο που είχε ο ίδιος μάθει να φέρεται, είδε στα εκφραστικά μάτια αυτού του παιδιού την περηφάνια ενός λαού και ενός τόπου που αξίζουν σεβασμό.
Σίγουρα πάντως στα δικά μου τα μάτια – αυτά τα ίδια της γιαγιάς στην όψη, με τις ίδιες αστραπές, μα τοποθετημένα σε ένα πολύ πιο μεγαλόσωμο κορμί – η γιαγιά είναι ένα πρότυπο επαναστατικής συμπεριφοράς χωρίς θορύβους, λόγια και φαμφάρες. Με το δικό της γλυκό τρόπο…. Αποτελεσματικά
υ.γ. Εις μνήμην της πολυαγαπημένης μου γιαγιάς, Ευτυχίας, του καλύτερου ανθρώπου που ξέρω.Άνθρωποι με ανεξαρτησία και δυναμισμό σαν τον δικό της, καθιέρωσαν τα δικά μου πρότυπα και σκέψεις, αλλά και την ελευθερία συνείδησης και την αυθεντικότητα των Ικαριωτών.
Ευτυχία Βασάλου
eftichia.Vasalou@firstdata.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Ευτυχίας Βασάλου.