Της ζωής μου το ταξίδι (α΄μέρος)

Πρόσφατα μίλησαν για εκείνον οι τηλεοράσεις και οι εφημερίδες όλου του κόσμου. Ήταν το 2009, όταν επιστήμονες και δημοσιογραφικά συνεργεία επισκέφτηκαν την Ικαρία για να βρουν το μυστικό της μακροζωίας των κατοίκων της. Έψαξαν τα δημοτολόγια, ανέλυσαν τις τροφές, ερεύνησαν την κοινωνική δομή, τις σχέσεις και τη φιλοσοφία των Ικαριωτών, ώσπου ήρθαν και στο χωριό Καρκινάγρι για να βρουν τον Παπα-Κώστα Πλάκα, συνταξιούχο ιερωμένο πια, που σε ηλικία 95 χρονών μόλις είχε αγοράσει την καινούργια του μηχανή, μια «γουρούνα», για να πηγαίνει στην εκκλησία. Εκείνος καλόβολος και πρόσχαρος, δέχτηκε να φωτογραφηθεί και να μιλήσει για την ηλικία του, τις συνήθειες του και την τωρινή του ζωή.

Τον ήξερα από μικρός, όταν 20 χρόνια πριν, έμπαινα στο ιερό και του άναβα το θυμιατό, καθόμασταν στις καρέκλες στο πλάι και μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων. Εγώ δεν έψαχνα το μυστικό της μακροζωίας του. Ή τουλάχιστον, δεν το έψαχνα στο πιάτο του και τη «γουρούνα» του. Είχα ακούσει για ένα μακρινό «ταξίδι» που είχε κάνει όταν ήταν στην ηλικία μου και για ένα ταξίδι … επιστροφής που πραγματοποίησε λίγο καιρό πριν. Πήγα και τον βρήκα, λίγες μέρες αφότου ο ίδιος βάφτισε το πρώτο του δισέγγονο, καθίσαμε στην αυλή, με την παπαδιά σε μια καρέκλα παραδίπλα μας, ακούμπησα το κασετοφωνάκι μου στο γυμνό τραπέζι και πάτησα το κουμπί της εγγραφής:

Μας πιάσανε οι Γερμανοί στον Πειραιά το 1943. Εγώ γεννήθηκα το ‘14. Ήμουν ναυτικός πριν γίνω παπάς. Θα πηγαίναμε στην Τουρκία, είχε μια εγγλέζικη βάση εκεί, πιο κάτω από τη Σμύρνη που είναι ένα τριγωνάκι και λέγεται «Αγρελιά», όπου εδέχετο τους αξιωματικούς.  Εκεί τους πηγαίναμε λοιπόν με καΐκι για να πάνε μετά στη Μέση Ανατολή ή την Αίγυπτο. Τέλοσπαντων υπήρχαν και προδότες, πάντα υπάρχουν, και όταν βγαίναμε από το λιμάνι του Πειραιά, μας τσακώσανε. Εμείς είχαμε όμως χαρτιά κανονικά γιατί είχαμε μαζί έναν αξιωματικό – αντιπλοίαρχος ήταν τότε- που λεγόταν Τσάτσος, πολύ αργότερα έγινε επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, αρχηγός του Επιτελείου. Αυτή η οικογένεια των Τσάτσων είχε τσιμεντάδικο στον Άι- Γιώργη στον Πειραιά. Τα τσιμέντα «Ηρακλής». Το καΐκι ήταν ιδιοκτησία των Τσάτσων λοιπόν, εγώ ήμουν πλήρωμα. Είχανε πάρει άδεια από τους Γερμανούς να πάνε στη Μυτιλήνη να φέρουν λάδι για τους εργάτες που δούλευαν στο τσιμεντάδικο. Κανονικά τους παίρναμε από το Κάβο Ντόρο που είχε ένα λιμανάκι εκεί πέρα αλλά είχαν σφίξει τα πράγματα και δε μπορούσαμε να φτάσουμε μέχρι εκεί κι έτσι τους πήραμε από τον Πειραιά. Είχαμε πάρει και τρόφιμα και διάφορα άλλα πράγματα γιατί θα περνούσαμε από την Ικαριά και ήθελα να τους τα αφήσω επειδή είχαν δυσκολέψει οι συνθήκες και δεν ήξερα αν θα μπορούσα να γυρίσω πίσω στο νησί.

Οι Γερμανοί λοιπόν, μας περίμεναν στο φυλάκιο στον προλιμένα που βγαίναμε και μας λένε «σταματάτε». Μπήκανε μέσα δυο φαντάροι και μας γύρισαν πίσω. Πήγαμε εκεί στον ηλεκτρικό σταθμό, μας περίμεναν άλλοι απ’ έξω, μας πήρανε και μας πήγαν στην Γκεστάπο στην πλατεία του Δημοτικού Θεάτρου. Από εκεί άρχισε η περιπέτεια. Ιούλιος του 1943. Δικαστήριο, περάσαμε δυο φορές από στρατοδικείο και φυλακή στο Αβέρωφ μέχρι τον Γενάρη του 1944. 4 μήνες απομόνωση. Στην πρώτη δίκη, καταδικάστηκαν αυτοί εις θάνατον κι εγώ 15 χρόνια. Εγώ βέβαια ήμουν σαν υπάλληλος στη βάρκα αλλά τους υποστήριξα, δεν βγήκα απ’ έξω. «Θα μας υποστηρίξεις, μου λένε»; «Εντάξει, παιδιά, για όλοι, για κανένας». Έγινε αναθεώρηση της δίκης και καταδικαστήκαμε όλοι εις θάνατον. Αλλά πήραμε χάρη τελικά και τη γλυτώσαμε όλοι. Άμα κάνεις καλό, θα βρεις καλό. Τώρα, ξέρω κι εγώ γιατί πήραμε χάρη; Μπορεί να έπεσε και χρήμα, η οικογένεια των Τσάτσων ήταν πλούσια βλέπεις.

Μας βάλαν όλους μέσα σε ένα τρένο και ξεκινήσαμε, χωρίς εμείς να ξέρουμε για το πού. Κάτι φορτηγά βαγόνια, τα λέγαμε «ΧιΠι8» και «Άδωνις25». 25 κρατούμενοι ήμασταν μέσα αλλά το μισό βαγόνι, χωρισμένο με συρματόπλεγμα, είχε στρατιώτες. Δώδεκα μερόνυχτα κάναμε. Κι τελικά μας πήγαν στο Κρεμς, ένα χωριουδάκι στην Αυστρία, σε μια φυλακή υψίστης ασφαλείας. Εκεί, άμα είχες μικρή ποινή 3 έως 5 χρόνια, αν σε πιαναν για παράδειγμα με καμιά προκήρυξη, σε έβγαζαν έξω με συνοδεία να δουλεύεις. Αν ήσουν βαρυποινίτης όμως, παρέμενες μέσα. Βέβαια, όσους είχε πριν φακελώσει ο Μεταξάς, δεν γλυτώνανε. Πρώτη δουλειά που κάνανε αυτοί άμα σε πιάνανε ήταν να πάνε στην Ασφάλεια να δουν αν είχες φάκελο επί Μεταξά. Έτσι κι είχες, και με μια προκήρυξη να σε πιάνανε, τελείωνες.

Η φυλακή, 2000 κρατουμένους είχε, ήταν ένα τριώροφο κτήριο με κελιά μικρά για ένα άτομο αλλά έβαζαν τρία μέσα. Βάζαμε τον πιο ανήμπορο στο κρεβάτι κι εμείς πέφταμε χάμω, στο πάτωμα. Ούτε τουαλέτα φυσικά, ένα βαθούλωμα στον τοίχο με έναν κουβά να κάνεις την ανάγκη σου μπροστά στους άλλους. Εμένα με βαλαν με άλλους 2 Έλληνες, είχε πολλούς εκεί. Τον Τσάτσο τον έβαλαν διερμηνέα γιατί μιλούσε πάρα πολλές γλώσσες. Η ζωή ήταν δύσκολη μα αφού είχαμε πάρει χάρη, το είχα ρίξει κι εγώ στο σορολόπ. Δε βαριέσαι, αν ζήσουμε ζήσαμε! Εκεί κάτσαμε μέχρι τον Απρίλιο του ’45 . Είχες το δικαίωμα για μια επίσκεψη ή ένα γράμμα το μήνα, μα από τα δέκα που σου στέλνανε, ένα θα σου δίνανε συνήθως. Ενάμισο χρόνο δουλεύαμε. Ό,τι δουλειά μπορούσες να κάνεις, την έκανες. Από χαρτοφάκελα μέχρι πολεμοφόδια. Είχε κι ένα εργοστασιάκι μέσα που έφτιαχνε βούρτσες και σκούπες. Εγώ δούλευα στα ξυλουργικά μηχανήματα που είχε εκεί, τόρνους, τέτοια. Από το πρωί μέχρι το βράδυ.

Γνώρισα και καναδυό Καριώτες. Ένας από αυτούς, Πλούτης λεγόταν, είχε μικρή ποινή αρχικά, 5 χρόνια και τον βγάζανε εκτός φυλακής και δούλευε σε ένα τουβλάδικο. Τον παρέσυραν κάτι Μανιάτες και το ‘σκασαν από την δουλειά. Αλλά ήταν Άνοιξη και δεν έβρισκαν τίποτα καρπούς στα χωράφια για να φάνε. Κάποια στιγμή βρήκαν ένα ζαρκάδι που το ‘χανε φάει οι λύκοι, έφαγαν από αυτό αλλά τους πρόλαβαν στο δρόμο οι Γερμανοί και τους μάζεψαν πάλι πίσω.

Περνούσε ο καιρός, το παράθυρο μου ήταν απέναντι από του Τσάτσου, εγώ στον κάτω όροφο και αυτός στον επάνω και καμιά φορά μιλούσαμε από τα παράθυρα και μας έλεγε πώς πάει ο πόλεμος: Οι Ρώσοι προχωρούσαν και κατέλαβαν την Βιέννη. Ακούστηκε πως βγήκε διαταγή του Χίτλερ κάποιοι να εκτελεσθούν και κάποιοι να μεταφερθούν δυτικότερα. Ο διευθυντής την φυλακής όμως, πρέπει να ήταν και καλός άνθρωπος γιατί τον εκτέλεσαν κι αυτόν εκεί πέρα, σκέφτηκε να ανοίξει την φυλακή να φύγουμε. Εμάς μας συνέφερε βέβαια να μείνουμε μέσα γιατί αν βγαίναμε εκεί ελεύθεροι θα μας σκότωναν οι Γερμανοί. Αυτό πιστεύαμε.

Μια μέρα γίνεται ένας βομβαρδισμός από τους Αμερικάνους, από τις 9 το πρωί μέχρι το απόγευμα. Εμείς ούτε φως, ούτε νερό είχαμε. Δεν έμεινε τίποτε όρθιο. Η αεροπορία των Γερμανών είχε πια καταστραφεί και δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει. Την άλλη μέρα μάς έδωσαν κάτι πατάτες το μεσημέρι και φάγαμε, κάτι πεταμένα άρβυλα τους στρατού, γιατί εμείς φορούσαμε τσόκαρα, κάτι ξύλα. Μας βγάζανε να περπατήσουμε μέσα στο χιόνι κανένα μισάωρο πριν πάμε για δουλειά. Γι’ αυτό με βλέπεις τώρα και κουτσαίνω, πάω με το μπαστούνι, μου ‘μεινε ζημιά από τότε. Όταν εμείς φύγαμε από την Αθήνα, μας είχαν δώσει οι δικοί μας, σάκο με μάλλινα ρούχα για το κρύο. Αλλά μόλις φτάσαμε μάς τα πήραν οι Γερμανοί μαζί με αυτά που φορούσαμε και μας έδωσαν ρούχα της φυλακής. Όταν λοιπόν μας είπαν πως είμαστε ελεύθεροι να φύγουμε, μας ενημέρωσαν να περάσουμε να πάρουμε πίσω τα ρούχα μας που τα είχανε βάλει μέσα σε σακούλια με τον αύξοντα αριθμό του καθένα και τα είχαν στοιβάζει σε ένα σωρό μεγάλο, σα καμίνι, στην αυλή. «Πάρτε τα ρούχα σας και φύγετε». Οι εσωτερικοί φύλακες ήταν Αυστριακοί, ηλικιωμένοι, καλοί άνθρωποι. Αλλά οι εξωτερικοί ήταν πρώην στρατιώτες, ανάπηροι πολέμου και μόλις είδαν την κίνηση αυτή, ειδοποίησαν και πλάκωσαν τα Ες – Ες. Όσοι ήταν μαζεμένοι στην αυλή για να πάρουν τα ρούχα τους, τους σκότωσαν με το πολυβόλο. Μετά βγήκαν απ’ έξω που ήταν το χωριουδάκι και όσους ‘βρισκαν εκεί, τους ξαναγύριζαν στη φυλακή, τους ‘στηναν στον τοίχο και τους καθαρίζανε.

Εγώ είδα την πόρτα της φυλακής που ήταν ανοιχτή, είδα και την κατάσταση στην αυλή – πριν έρθουν τα Ες – Ες και δε μ’ άρεσε. Οι μόνοι που σώθηκαν ήταν καμιά τρακοσαριά που δεν είχαν προλάβει να τους ξεκλειδώσουν και τους πήραν την άλλη μέρα με ένα ποταμόπλοιο και τους πήγαν στους Συμμάχους. Θα βγαίναμε  έξω, είχε μια γέφυρα εκεί, που ήταν ο Δούναβης και θα περνούσαμε απέναντι. Μετά βέβαια την πιάσανε και την γέφυρα, δε μπορούσε να περάσει κανείς, τους μαζεύανε και τους σκότωναν. Η πόρτα ανοιχτή λοιπόν, ψάχνω και βρίσκω τον Πλούτη. «Φεύγουμε», του λέω. «Να πάρω τα ρούχα μου», μου λέει. «Βρε ποια ρούχα, πάμε…..»

συνεχίζεται. 


konstantinos@ikariamag.gr

Διαβάστε το β' μέρος