photo: Sanctu
Μαζί μεγάλωσαν στο νησί. Για κάποιες χρονιές, μάλιστα, ήταν οι μόνοι μαθητές του σχολείου. Έμαθαν γράμματα, έπαιξαν, μάλωσαν, ψηλάφισαν τον έρωτα και τις φουρτούνες του, γνώρισαν ο ένας τον άλλον όσο ποτέ κανείς κανέναν. Και νάτους που πάλι ξαναβρίσκονται, πίσω στο νησί, πολλά χρόνια μετά, στα μέσα του Αυγούστου. Κανείς τους δεν μπορούσε να φανταστεί την κατάληξη αυτού του καλοκαιριού. Κανείς. Ούτε εκείνη. Αλήθεια.
Μόνοι και οι δυο τώρα. Στη ζωή τους εννοώ. Παντού δηλαδή. Όταν χωρίστηκαν, περίπου 40 χρόνια πριν, μέσα στην όποια ωριμότητα επιτρέπουν οι παιδικοί έρωτες που κρατούν μέχρι την μετεφηβική ηλικία, εκείνος πίστευε πως όλα θ’ αλλάξουν, πως οι συνθήκες τού σήμερα είναι που κάνουν έτσι τα πράγματα. Αλλιώς, θα ΄ταν αλλιώς.
Εκείνη φοβόταν. Πως κατάλαβε καλά. Πως δεν ήταν κανενός. Πως τίποτα δεν είναι αλήθεια, παρά μονάχα οι προθέσεις του. Μα δε μπορούσε ποτέ να του πάρει κουβέντα. Τα λόγια του την τύλιγαν και την πετούσαν στη θάλασσα να κυματίζει καταπώς η κυκλοθυμική ανάσα του φυσάει. Μόνο που και που κατάφερνε να τον στριμώξει σε κανένα βράχο, όταν δηλαδή δεν τον ρουφούσαν ακόμα και τα βράχια και έβλεπες το βλέμμα του να αλλάζει σαν τις σκιές που τρέχουν στα βουνά δίπλα στην εθνική όταν περνούν τ’ αμάξια. Τον στρίμωχνε και του έλεγε: «Τι έχεις, πες μου. Τι έχεις;». «Εσένα». «Έλα, αλήθεια, πες μου, τι σκέφτεσαι;». Και τότε εκείνος κοιτούσε τριγύρω –θε μου, πόσο έτρεμε τον κόσμο- και σηκώνοντάς της απότομα τη μπλούζα, πιπίλιζε λαίμαργα τις θηλές της. «Τα στήθια σου, έλεγε, είναι σαν το Μ της Αλφαβήτας. Σαν το Μ του Μίκη, αυτό σκέφτομαι». Δεν τον πίστευε. Μα πίστευε σε εκείνον. Τον αγαπούσε.
«Τι θες να γίνεις;», τον είχε ρωτήσει λίγο πριν χωρίσουν οι δρόμοι τους, φεύγοντας και οι δυο απ’ το νησί για να σπουδάσουν. «Τα ακροδάχτυλα του Μίκη όταν μαεστράρουν το του Μικρού Βοριά». Ήξερε πως λέει αλήθεια. Σ’ αυτό τουλάχιστον. «Και από μένα τι θες;» τον ξαναρωτούσε. «Να με σώσεις»… Κάτι έπρεπε να πει: «Από τι;». «Μαρία, σταμάτα». «Μα τι σκέφτεσαι να κάνεις;» «Θα δώ». «Πρόσεχε».
Έφυγε. Κι εκείνη. Εκείνος που και που γυρνούσε μα για λίγο. Και ξανά απ’ την αρχή. Και πάλι. Εκείνη μακριά. Νέα του δε μάθαινε. Δεν ήθελε. Δεν έπρεπε.
Μέχρι που συναντήθηκαν ξανά αυτόν τον Αύγουστο. Τις πρώτες μέρες τυπικά. Ανάμεσα σε κοινές παρέες, να πίνουν, να χαμογελούν, με τη χαλαρότητα δυο ανθρώπων που κάποτε γνωρίζονταν καλά. Εκείνο το βράδυ όμως, στα τέλη του μήνα, κατέληξαν μαζί στα ίδια βράχια. Στις ίδιες θέσεις. Πάλι εκείνη άνοιξε την κουβέντα: «Πώς πέρασες;». «Καλά, εσύ;». «Μου ‘χεις θυμώσει;». «Δε ξέρω, Μαρία». «Ποτέ δεν ήξερες. Ποτέ όμως».
Σώπασαν. Ξαφνικά εκείνη έκατσε στα γόνατα και σήκωσε ψηλά τη μπλούζα της. Κλαίγοντας βουβά: «Τα βλέπεις; Δεν έπεσαν. Να και ένα καλό όταν τα ‘χεις μικρά». Δε μπορούσε παρά να την πιάσει και να αρχίσει να τη φιλά στο στόμα σα για να ξεδιψάσει. Κλαίγαν και οι δυο. Τον ξαπλώνει ανάσκελα και ανεβαίνει πάνω του. Πέφτει στο στήθος του, το χαϊδεύει και αρχίζει να το χτυπά. «Έζησες μια ζωή κυνηγημένος. Γιατί;» Εκείνος αντιδρούσε μόνο αντανακλαστικά. Σκύβει και τον φιλά. Ξεχωρίζει την αλμύρα των δικών του δακρύων. Μένουν έτσι, με κολλημένα χείλη. Της ψιθυρίζει: «Κάτι σου είχα ζητήσει». Εκείνη του αρπάζει τα μαλλιά και αρχίζει να χτυπά το κεφάλι του στα βράχια. Κοπάνησε τον αυχένα του. Δεν αντέδρασε καθόλου. Έμεινε εκεί. Έπρεπε να είχε μείνει εκεί…
Έκατσε δίπλα του, πήρε ένα τσιγάρο του απ’ το τσεπάκι του πουκαμίσου και σπρώχνοντας τον με τα πόδια, τον ρίχνει από κάτω, στη θάλασσα.
Δεν περίμενε ν’ ακούσει το ευχαριστώ. Τον είδε μόνο να ξεμακραίνει και να βυθίζεται, άναψε το τσιγάρο και άρχισε να ανηφορίζει κατά το χωριό.
Την επόμενη μέρα, οι εφημερίδες έγραφαν …
Κωνσταντίνος Βατούγιος
konstantinos@ikariamag.gr