Ήρθαν τα κρητικά παιδιά...

Ιστιοπλοΐα στις όχθες του Τάγου, Ιούλιος 2012, φωτό (c) Δ.Σ

Στην Ικαρία το καλοκαίρι δε με πρόλαβαν. Έφτασαν από το Ηράκλειο Δευτέρα πρωί, ενώ εγώ είχα φύγει Κυριακή μεσημέρι. Τους άφησα σαφείς οδηγίες πάντως, πού να πάνε και τι να κάνουν (προσαρμοσμένες στα γούστα τους όπως τα φανταζόμουν) και επί μέρες λάμβανα μηνύματα τύπου «Περνάμε υπέροχα!» και «Καλά, πόσο φανταστικά είναι!».

Ξαναμιλήσαμε (διαδικτυακώς πάντα) μέσα Σεπτέβρη· με εκείνην βέβαια, που την ξέρω από τα χρόνια μου στην Κρήτη. Εκείνον δεν τον είχα γνωρίσει από κοντά· όταν έφυγα από την Ελλάδα, πριν τρία χρόνια σχεδόν, η σχέση τους ήταν ακόμα στα σπάργανα και όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις ήταν κάπως μυστική στην αρχή. Στα χρόνια που μεσολάβησαν επικοινωνούσαμε κατά καιρούς, κάποτε η φιλενάδα με επισκέφτηκε στην Ολλανδία με ένα κλιμάκιο ιστιοπλόων. Είχα προσέξει τότε ότι έτρωγε κάμποση ώρα στα τηλέφωνα με τον καλό της.

- Είναι ακριβά τα διεθνή τηλεφωνήματα, την πείραζα. Θα πτωχεύσεις.
- Δεν πειράζει, μου έλεγε χαμογελώντας παιχνιδιάρικα. Τα λεφτά δε φέρνουν την ευτυχία.

Όχι, αλλά η έλλειψή τους μπορεί καμμιά φορά να την περιορίζει κάπως. Το μάθαμε (οδυνηρά ενίοτε) αυτά τα χρόνια, μέχρι κι εγώ στο εξωτερικό. Πάντως η φίλη μου παρόλες τις ελλείψεις το είχε κάνει τάμα να έρθει και στη Λισσαβώνα, πριν εγκαταλείψω οριστικά την πόλη. Και ήρθε, μαζί με την άλλη κολλητή μας από την ιστιοπλοϊκή παρέα της Κρήτης και βέβαια με το σύντροφό της. Νοέμβρη μήνα. Με κρύο και βροχή του Ατλαντικού.

- Καλέ, αργήσατε κάπως.
- Ποτέ δεν είναι αργά.
- Σου πλήρωσαν το επίδομα αδείας;
- Πλάκα κάνεις; Μαζέψαμε ό,τι κέρμα είχαμε και ήρθαμε. Ακόμα περιμένω το δώρο του Πάσχα και το μισθό του Μαΐου.
- Καλά, και τί τις ήθελες τις Πορτογαλίες;
- Γιατί, πού θα τις ξαναβρώ;

Έλα ντε... Το φιλοσοφήσαμε λίγο, η φτώχεια θέλει καλοπέραση και τέτοια. Όχι ακριβώς φτώχεια μαύρη (τι να πούνε άλλοι κι άλλοι δηλαδή...) αλλά δεν είμασταν και για ζήτω, η φίλη απλήρωτη από το Πάσχα, ο δικός της ελεύθερος επαγγελματίας άνευ πελατείας λόγω κρίσης, η κολλητή άρτι απολυθείσα εποχιακή κι εγώ αναμένων τη σειρά μου οσονούπω. Αθροιστικώς εκατόν εξηντατριών ετών όλοι μαζί. Σαράντα κόμμα εβδομηνταπέντε κατά μέσο όρο. Όλο προοπτικές. Εγώ τον κοιτάω από ψηλά το μέσο όρο, άρα με λιγότερες προοπτικές. Το ζευγάρι τον κοιτάει από πιο κάτω, λίγο ως πολύ, άρα έχουν μέλλον.

Μείνανε μαζί μου εννιά μέρες. Έτυχε να έχω πολλή δουλειά και δεν μπόρεσα να τους «ζήσω» και πολύ, καθώς έτρεχα να προλάβω προθεσμίες με υποδειγματική ικαριακή συνέπεια (ξέρετε τώρα...) ενώ εκείνοι τριγυρνούσαν στο Μπελέμ και τη Σίντρα και την Αλφάμα και τα μουσεία και τα κάστρα. Και στα μαγαζιά ενίοτε. Κάπου προς το τέλος θυμήθηκε να του ψευτογκρινιάξει, τρυφερά πάντα.

- Μωρό μου, δε με πήγες να ακούσω φάδο... Καθόλου δε μ’ αγαπάς.

Έφυγαν πριν ξημερώσει· είχε πέσει μια γκρίζα ομίχλη στις όχθες του Τάγου. Ανανεώσαμε το ραντεβού για Ικαρία σε εποχή που θα είμαι κι εγώ. Ξαναμπήκα στο άδειο πλέον σπίτι· πριν πέσω στο κρεβάτι θυμήθηκα ένα πρωινό που την ξύπνησε απαγγέλοντάς της κάτι σα μαντινάδα:

Μάτια μου, μάτια των ματιών, των ομματιών μου μάτια
Μάτια δεν έχω ξαναδεί σαν τα δικά σου μάτια.

Καλύτερο από φάδο μου φάνηκε.

Βασίλης Δουρής
akamatra@gmail.com

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Βασίλη Δουρή.

Σ.Σ. Ο τίτλος προέρχεται από ένα (ιστιοπλοϊκού ενδιαφέροντος) δημοτικό τραγούδι της Ιερισσού που διασώζει η Δόμνα Σαμίου και θυμάμαι τους στίχους του κάπως έτσι:

Ήρθαν τα κρητικά παιδιά τα ‘μορφοπαλικάρια
τα όμορφα και τα νόστιμα  και τ’ αρραβωνιασμένα
καράβιν εσκαρώσανε καταμεσού πελάγου
βάζουν κατάρτια μπρούτζινα κι αντένες ασημένιες
και τα πανιά μεταξωτά και ξάρτια συρματένια
κι όμορφον το καράβιν τους κι ο νιός που τ’ αρμενίζει
καράβι μου κι αν πας στην Χιό κι αν πάς στην Σαλονίκη
χαιρέτα μου την αγαπώ πού ‘χει τα μαύρα μάτια

Βασιλικό στα κάτεργα και δυόσμο στα καράβια
κι θερμασιά στις όμορφες και γειά στα παλληκάρια.

άτεργα είναι οι γαλέρες, τα πλοία με κωπηλάτες· η σημερινή έννοια της λέξης ως φυλακής πρέπει να υπήρξε μεταφορική τον παλιό καιρό που η στέρηση της ελευθερίας μπορεί και να σήμαινε καταδίκη σε κωπηλασία σε κάποιο πλοίο. Από κεί και η λέξη κατεργάρης και η έκφραση κάθε κατεργάρης στον πάγκο του – για κουπί, εννοείται).