Εχω καιρό που δεν τόχω κάνει... είναι τώρα κάμποσα χρόνια που δεν έχω γράψει ερωτικά γράμματα... και δεν έχω εμπειρία στο να μιλάω για την αγάπη μου δημόσια. Μα τώρα πρέπει να το κάνω....
Είμαι ερωτευμένη εδώ και κάμποσο καιρό, αλλά τώρα πρέπει να το διακηρύξω ανοιχτά, πρέπει να φανερωθώ και να το πω ανοιχτά, στη μέση της πλατείας: Λέω λοιπόν, ΝΑΙ στην αγάπη μου – λέω ΝΑΙ στην Ικαρία, την αγάπη μου!!
Σήμερα μπορεί η καθεμιά να ερωτευθεί όποιονδήποτε άντρα και μπορεί να ζήσει με κάθε είδους κοινότητα. Εγώ, αποφάσισα να λατρέψω ένα νησί – ένα ελληνικό νησί – και νομίζω ότι αυτή είναι μια αγάπη από την οποία ποτέ δεν θα θελήσω να χωρίσω, είναι μια αγάπη που θα με πάει μακριά, μια αγάπη που θα με κρατήσει ζωντανή σε σκοτεινούς και δύσκολους καιρούς.
Λυπάμαι, όχι, δεν πρόκειται να καλμάρω τον πυρετό μου και να φωνάξω τον γιατρό. Τώρα είναι η στιγμή να ανοίξετε τους χάρτες του “Google” και να ψάξετε για το νησί. Ο έρωτάς μου είναι ήδη γνωστός σε μερικές παρέες αλλά ακόμα κρύβεται λιγάκι. Αν «γκουγκλάρετε» τη φράση «Ικαρία, γαλάζια ζώνη» μάλλον θα βρείτε το ζητούμενο!!
Διάφοροι «σύνδεσμοι» θα σας ενημερώσουν ότι η Ικαρία είναι ένα νησί στο Αιγαίο, κοντά στη Σάμο και ότι έχει περίπου 3.000 κατοίκους. Ακόμη ότι είναι γνωστή για μερικά άλλα πράγματα: τα πανηγύρια της, τη μακροζωϊα των κατοίκων της και κάποιες περίεργες συνήθειες.
Ολα αυτά περιγράφονται όμορφα και οι φωτογραφίες που τα συνοδεύουν είναι όλες υπέροχες. Ολα αυτά όμως δεν περιγράφουν την αγάπη μου με επαρκή τρόπο. Η Ικαρία είναι μια «ολιστική» εμπειρία. Πρέπει να την μυρίσω, να την αγγίξω, να την ακούσω και να την δω – και μόνο όταν την έχω νοιώσει με όλες μου τις αισθήσεις μπορώ να αρχίσω μια εκ βάθους περιγραφή.
Αλλά σε ποιά γλώσσα;; Ποιά γλώσσα διαθέτει επαρκές λεξιλόγιο – ισχυρό και αξιόλογο – να περιγράψει την αγάπη μου;;; Οι γλώσσες που μιλάω δεν θεωρώ ότι είναι επαρκείς... Ισως τα ελληνικά θα ήταν η τέλεια γλώσσα αλλά η γνώση μου – μέχρι τώρα – είναι πολύ περιορισμένη. Από πού λοιπόν ν’αρχίσω;; Ισως με το βασικό μου συναίσθημα! Η Ικαρία είναι ο αντίποδάς μου.
Το νησί, οι άνθρωποί του, η ζωή εδώ – είναι από τόσες πολλές απόψεις τόσο διαφορετικά, τόσο αντίθετα από την καθημερινή μου ζωή, την παιδεία μου και το πολιτικο-κοινωνικό μου υπόβαθρο. Είμαι Γερμανίδα, γεννημένη στην πέραν του Ρήνου Βεστφαλία και έχω ζήσει χρόνια στο Πότσδαμ – την πιό Πρωσική από όλες τις Γερμανικές πόλεις. Αυτό με έχει σημαδέψει. Το 2005 βρέθηκα κατά τύχη στην Ικαρία, στον Αγιο Κήρυκο.
Κοιτώντας στο παρελθόν, θα μπορούσα να θεωρήσω μοιραία αυτή την στροφή της ζωής μου, που την οφείλω σε μια σπουδαία γυναίκα στη Μυτιλήνη. Την ρώτησα ποιό νησί θα μου συνιστούσε να επισκεφθώ. Με κοίταξε για λίγο και απάντησε ήρεμα: «Την Ικαρία». Θα ‘θελα να ξέρω τί διέκρινε σε μένα εκείνη τη στιγμή...
Εν πάσει περιπτώσει, κατέπλευσα στο λιμάνι του Αγίου Κηρύκου και η διαίσθησή μου με οδήγησε στο καφενείο «Καζίνο», που τότε ήταν το τυπικό παραδοσιακό καφενείο της περιοχής. Κάθισα εκεί για ώρες, πίνοντας τον καφέ μου, ώσπου έχασα τον προσανατολισμό μου. Περικυκλωνόμουν από κάτι άγρια αγόρια: μακριές γενειάδες, μακριά μαλλιά, σκούρα γαλιά και αγριοφωνάρες.
Κάποιοι ηλικιωμένοι με τα σκούτερ τους κατέπλεαν στην μικρή πόλη για διάφορους λόγους και κατέληγαν στο καφενείο επίσης. Νεαροί εξοπλισμένοι με σάκκους και υπνόσακκους, προσπαθούσαν να περάσουν στην άλλη πλευρά του νησιού. Αισθανόμουν σαν να είχα διακτινισθεί σε έναν άλλο κόσμο...
Είχα αλληλοσυγγρουόμενα συναισθήματα: Να εξαφανισθώ ή να παραμείνω. Η περιέργειά μου υπερίσχυσε. Βρήκα ξενοδοχείο και όπως μ’αρέσει να φωτογραφίζω, άρχισα να ανακαλύπτω το νησί με τη μηχανή μου. Το νησί κι εγώ... αλληλοπροσεγγισθήκαμε με υποψία. Ημουν κατά κάποιο τρόπο ύποπτη για τους κατοίκους: Μια γυναίκα μόνη, που παίρνει συνέχεια φωτογραφίες και δεν έχει άντρα στο πλευρό της.
Αλλά και γω κοιτούσα τους ντόπιους με υποψία, γιατί μερικές φορές με αντιμετώπιζαν με τόση αδιακρισία που μου χρειαζόταν πολύ κουράγιο για να τους πλησιάσω και να τους μιλήσω. Αλλά με τον καιρό, ο πάγος άρχισε να λιώνει. Αρχίσαμε να συνηθιζόμαστε. Στο «Καζίνο» θυμόνταν πώς πίνω τον καφέ μου: «ελληνικός, σκέτος, διπλός».
Και ξαφνικά άρχισα να παίρνω το θάρρος να ζητάω άδεια να τους φωτογραφίσω. Γιατί στο νησί βλέπεις «αληθινά πρόσωπα». Πολλοί νοιώθανε κολακευμένοι κι αρχίζαμε τη συζήτηση. Ετσι έμαθα πολλές προσωπικές ιστορίες – ιστορίες πίσω από τις ρυτίδες και τα ξεδοντιασμένα στόματα. Κι όσο πιό πολύ καθόμασταν μαζί και πίναμε καφέδες στο Τσίπουρο, τόσο πιό πολύ εντυπωσιαζόμουν.
Εμαθα – και ακόμα μαθαίνω – ιστορίες γενναίων ανθρώπων που εμπιστεύονται τον εαυτό τους, οι οποίοι, όταν ήρθαν δύσκολοι καιροί για το νησί και δεν υπήρχαν ευκαιρίες γύρω τους για μια καλή ζωή, άρπαξαν τη βαλίτσα τους και ξενητεύτηκαν στην Αμερική, στην Αυστραλία και στον Καναδά κι έκαναν όλων των ειδών τις δουλειές για να κερδίσουν τον επιούσιο.
Ιστορίες ανθρώπων που γύρισαν πίσω γιατί το νησί τους καλούσε. Το νησί με τις άγριες ακτές και τις κρυφές παραλίες, με τα απερίγραπτα χρώματα της θάλασσας το ηλιοβασίλεμμα. Το νησί με τους δικούς του χρονικούς κανόνες, τους δικούς του αργούς και σταθερούς ρυθμούς. Το νησί με όλη του την αγριότητα και την τεράστια αγάπη του για ζωή που ο καθένας μπορεί να καταλάβει μόνο όταν λάβει μέρος στις τοπικές γιορτές – τα Πανηγύρια – και όταν χορέψει τον Ικαριώτικο.
Αυτές οι ιστορίες, αλλά πάνω απ’όλα η εμπειρία μου με την σιωπηρή φύση και την ζωή στην κοινότητα, με άγγιξαν πολύ βαθειά. Την πρώτη χρονιά δεν μπορούσα να κατανοήσω τί μου συνέβαινε. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι ήθελα να επιστρέψω. Ηθελα να μάθω περισσότερα, γιατί καταλάβαινα ότι όσο πιό πολλά μάθαινα για το νησί, τόσο πιό πολύ θα κατανοούσα τον εαυτό μου.
Ετσι, επέστρεφα. Κάθε καλοκαίρι, αλλά για λίγο χρόνο, τόσο όσο να εισπνεύσω το άρωμα και να γευτώ τη γεύση του νησιού, να γιορτάσω τις γιορτές του και να γεμίσω τις μπαταρίες μου και μετά... έφευγα. Πίστευα ότι έπρεπε να ταξιδέψω και σε άλλα νησιά και σ’ άλλα χωριά και επομένως κρατούσα μόνο λίγες μέρες για την Ικαρία μέσα στο πακέτο των διακοπών μου. Δεν επέστρεψα για δύο χρόνια. Πήγα σε άλλες παραλίες, άκουσα τις ιστορίες άλλων ανθρώπων αλλά κάθε λίγο και λιγάκι ξεφύτρωνε πάλι η επιθυμία. Και καμμιά φορά άκουγα την εσωτερική, καυτερή φωνή να ρωτάει: «τί στο καλό κάνω εδώ; Γιατί κάθομαι εδώ κι όχι στην Ικαρία»;
Τότε, το 2012, ήρθα πάλι πίσω. Με μεγάλη προσοχή, ξαναπλησίασα πάλι τους ανθρώπους. Με θυμόντουσαν και με έκπληξη τους άκουσα να με ρωτάνε: «πού ήσουνα;» Ξανάπιασα τη μηχανή πάλι και σταματούσα καταμεσής του δρόμου σ’όλο το μάκρος της παραλίας για να χαρώ το δυνατό άρωμα του νησιού. Κάθε φορά ανέπνεα πιό ελεύθερα και πιό βαθειά.
Κάθε φορά γελούσα και πιό δυνατά. Κάθε φορά αισθανόμουν πιό ζωντανή. Και πέρσυ το κατάλαβα καλά. Ξαφνικά η ιδέα έγινε ηχηρή και φανερή: Θέλω περισσότερο. Τώρα πιά δεν θέλω τίποτ’ άλλο. Θέλω μόνο να σκάψω πιό βαθειά. Θέλω να μάθω το νησί σ’όλο του το βάθος – όχι μόνο τις καλοκαιρινές-ηλιόλουστες-τουριστικές μέρες, τον Αύγουστο.
Θέλω να μάθω πώς είναι η ζωή στο νησί σε μια φθινοπωρινή καταιγίδα, θέλω να ανακαλύψω τις ομορφιές του χειμώνα, θέλω να ξέρω πως ετοιμάζεται το νησί για την άνοιξη. Ετσι τώρα δίνω χώρο και χρόνο στην «αγάπη μου». Νοίκιασα ένα μικρό διαμέρισμα στον Αγιο Κήρυκο, που θα μου επιτρέπει νά ‘ρχομαι πιό συχνά. Δεν είμαι ακόμα έτοιμη να παραδοθώ τελειωτικά, δεν έχω ακόμα αρκετό θάρος, αλλά έχω αποφασίσει να το κάνω.
Εχω τώρα κάποια εμπειρία στο να ακολουθώ την «αγάπη μου» σε διάφορες περιπτώσεις, αλλά τώρα είναι αλλιώς. Υπάρχει μια βαθειά και ήρεμη κοινή κατανόηση, που θα πάρει το χρόνο της και θα μας οδηγήσει σε αλληλογνωριμία, χωρίς επιθυμία να αλλάξουμε κάτι, μόνο να ακολουθήσουμε τους ρυθμούς του νησιού. Εξάλλου δε βιαζόμαστε...
Αυτή η διαδικασία είναι πολύ απαιτητική. Είμαι πάντα νευρική όταν επισκέπτομαι την αγάπη μου. Η καρδιά χτυπάει δυνατά και το κεφάλι μου πονάει. Πώς θα με υποδεχθεί; Θα είμαι αρκετά δυνατή για να υπομένω το κρύο και τη βροχή τον χειμώνα, τη μοναξιά των μακριών και σκοτεινών βραδιών του Νοέμβρη όταν οι ντόπιοι μένουν στα σπίτια τους; Θα αντέχω το πλήθος των τουριστών που συρρέουν στο νησί τα καλοκαίρια και πλημμυρίζουν τα αγαπημένα μου μέρη; Μέχρι τώρα μπορώ. Αν και δεν είναι εύκολο.
Η αγάπη μου με φέρνει αντιμέτωπη με πολλές δοκιμασίες, αλλά με πλουτίζει ατελείωτα. Στα χέρια της «ωριμάζω», είναι το καλλίτερό μου φάρμακο και ο πιό υπομονετικός δάσκαλος. Με φέρνει πιό κοντά στη φύση, με διδάσκει τον φυσικό ρυθμό της ζωής.
Μου διδάσκει την ευτυχία, όταν κοιτάζω τα ηλικιωμένα και τα νεαρά άτομα να χορεύουν μαζί στα Πανηγύρια – την αγάπη και τη χαρά της στιγμής. Αυτές τις στιγμές το ξέρω σίγουρα: Δεν χρειάζομαι πολλά, δεν χρειάζομαι καινούρια παπούτσια ή μεγαλύτερο αυτοκίνητο. Χρειάζομαι την Ικαρία, την αγάπη μου.
Birgit Urban