Η Γιωργούλα είναι μικροπαντρεμένη με μωρό στην αγκαλιά. Ερωτευμένη με τον άντρα της, εκείνα τα δύσκολα χρόνια της ανέχειας και της έλλειψης εργασίας στο μικρό μας νησί. Εκείνος, ο Δημήτρης, δουλεύει από δω κι από κει, όμως ο κακομοίρης δεν τα βγάζει πέρα, γιατί έχει και μια μάνα να θρέψει και μικρότερα αδέλφια, μια και ο πατέρας λείπει κάπου στην Αμερική μη μπορώντας να δώσει σημεία ζωής. Έτσι ο καλός μας Δημήτρης αποφασίζει να φύγει να βρει το γονιό του για να δούνε μαζί τι θα κάνουνε με τα προβλήματα της οικογένειας.
Yπάρχει όμως και ένα ακόμα πιο νιό παιδί. Μόλις έφυγε από την εφηβεία, ο Γιώργης. Ψυχοπαίδι απ’ το διπλανό χωριό . Πάντα χαρούμενος, κιμπάρης, δυνατός και ακάματος. Κάθε μέρα τρέχει στα χωράφια. Φυλάει μη και κλέψουνε τα σταφύλια, τα σύκα και ό,τι άλλο έχει το χτήμα. Κάθε μέρα η ίδια δουλειά μες τον ήλιο με το μαντήλι στο λαιμό να του μαζεύει τον ιδρώτα. Και περνάει ο καιρός...
Ο Δημήτρης, ο άντρας της Γιωργούλας είναι πια στην Αμερική. Βρήκε τον πατέρα του και στήσανε μια δουλειά μαζί. Τί άλλο; Εστιατόριο άνοιξαν και οι δουλειές πηγαίνανε καλά. Έστελε τα γράμματα στη Γιωργούλα και στη μάνα του μαζί με τα δολάρια, για να προκόψει η φαμέλια και στην Ικαριά. Ένα γιο άφησε πίσω του, δεν ήταν και λίγο.
Πίσω στην Ικαριά δεν περνούσε βράδυ που η πεθερά να μην ακούσει τη νύφη της να κλαίει. Η πίκρα και το φαρμάκι για την έλλειψη του άντρα της, κάθε μέρα ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό της. Μάταια η πεθερά προσπαθούσε να την παρηγορήσει, μια που και η ίδια καταλάβαινε τι περνούσε η νύφη της. Μια μέρα τής λέει «Κόρη μου δεν πας σε κείνα τα αμπέλια να δεις τι γίνεται με τα σταφύλια, και να πάρεις και λίγο τον αέρα σου μαθέ; Μη σε νοιάζει, εγώ θα χω το μικρό». Έτσι, η Γιωργούλα ξεκίνησε να πάει στ' αμπέλια.
Πολύ ζέστη και πολύ περπάτημα. Καμιά φορά έφτασε. Έκατσε κοίταε απο δώ , κοίταε απο κεί , σκεφτότανε, Τι στο καλό μ' έστειλε εδωνά; Ούτε σταφύλια, ούτε τίποτα και άμα είχε και κανένα, το φάαν οι ποντικοί. Κι έτσι έκατσε πάνω σε μια πέτρα να ξεκουραστεί λίγο να πιει λίγο νερό , αφ’το παγούρι της , πριν να ξεκινήσει για το χωριό της.
Ξαφνικά ακούει κάτι βήματα πίσω της και μια φωνή.
- Ε , ίντα κάνεις εδωνά μέσ' τη ζέστη;
- Α μ' έστειλε η πεθερά μου να νηορέψω τα αμπέλια, μπα κι έχουν κάνα σταφύλι . Αλλά ούτε σταφύλι ούτε τίποτα. Εσύ ποιός είσαι, και που ηβρέθηκες εδωνά πέρα;
-Α, της λέει ο Γιώργης, με στέλλει κάθε μέρα ο κύρης μου μην τυχόν και κλέψουνε τα σταφύλια και τα σύκα. Όμως έλα να σου κόψω μερικά να πας στο σπίτι.
Έτσι λοιπόν ξεκίνησε μια ιστορία έρωτα, αγάπης και τρελού πάθους. Εκεί, μες τα κλίματα και τις συκιές. Κάρπιζαν ούλα μαθέ, γιάντα να μην καρπίσει κι' η Γιωργούλα; Έτσι ετοίμαζε μια καινούργια ζωή στα σπλάχνα της. Η πεθερά της βέβαια το κατάλαβε πρώτη και καλλίτερη, αλλά και το χωριό το κατάλαβε. Άρχισαν οι καλοθελητές την αλληλογραφία με την Αμερική.
Μια μέρα η πεθερά της λαβαίνει ένα γράμμα από το γιό της το Δημήτρη, που της έλεγε τα καθέκαστα. Της έγραψε λοιπόν ότι δεν μπορεί να ταΐζει μια γυναίκα σαν αυτή και να τη διώξει αφ’το σπίτι. Η μάνα λέει στη νύφη, Κόρη μου, θα μείνεις μέσ' το σπίτι , ίσαμε να γεννήσεις . Μετά θα δώσουμε το παιδί στην τάδε οικογένεια να το θρέψουν έτσι που πρέπει και μη σε νοιάζει για το Δημήτρη, θα το κουλαντρίσω εγώ. Έτσι έγινε ακριβώς . Η πεθερά - μάνα έγραψε στο γιό της: Αυτά που μου πες γιέ μου είναι ούλα ψέματα. Ο κόσμος είναι κακός και ζηλεύγει τις φαμίλιες που προκόβουνε. Και δε μου λες , ποιόν πιστεύεις εσύ; Εμένα ή αυτούς;
Η Γιωργούλα μετά από όλα αυτά συνέχισε να ζει βλέποντας τον Γιώργη της, μέχρι που μπορούσε. Ο άντρας της δεν γύρισε ποτέ στην Ικαριά και ο Γιώργης κάποια στιγμή, πολύ αργότερα, παντρεύτηκε κάποια κοπέλα απ’ το χωριό.
Αυτή η διήγηση είναι μια αληθινή ιστορία, πολύ καλά κρυμμένη από τα χρόνια που πέρασαν. Μου τη διηγήθηκε και μένα μια γιαγιά που νομίζω ότι έχει ακόμη τον γλυκόπιοτο έρωτα στην κουρασμένη καρδιά της.
Μαίρη Πάστη
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.