Tα φώτα που σβήνουν

Τα φώτα του χωριού, τρία χρόνια μετά, απ’ την αντίστροφη.

Οι βάρκες μαζεύονται στεριά και οι μπουρουκάδες ξεκίνησαν απόχες. Οι κήποι καθαρίζονται από τις ξεραμένες ντοματιές και ταμπουραδιές και σκάβονται για κάθε λογής λάχανα. Τα χειμαδιά τοιμάζονται από τους κατσικάδες, ενώ πολλοί ‘παραβάτες’ ανοίγουνε πορειές για βοσκή. Τα πατζούρια των σπιτιών μας άνοιξαν, επιτέλους, να περάσει ο φθινοπωρινός ήλιος. Και το Πανηγύρι της Πλαγιάς, του Μονοκαμπιού, του Άη Στάθη, να μας θυμίζουνε ότι ο Χειμώνας είναι δικός μας! Τα φώτα του χωριού λιγοστεύουν και τα σπίτια μας σιγά σιγά αδειάζουν.

Και να η τρεχάλα του Σεπτέμβρη! Μην κοιτάς του Καλοκαιριού, είναι άλλη τρεχάλα αυτή.  Το Καλοκαίρι τρέχεις, τρέχεις να ζήσεις λίγο Καλοκαίρι με τους δικούς σου που ήρθανε και φέτος λιγότερο από πέρσι -και στο φινάλε Καλοκαίρι δε ζεις. Βιαστικές παραλίες πριν τη δουλειά, βιαστικοί καφέδες πριν τα ψώνια, βιαστικές συναντήσεις πριν τον ύπνο, βιαστικός καριώτικος μη σε πατήσουνε οι πανηγυριώτες. Η τρεχάλα του Σεπτέμβρη είναι πιο γλυκιά· τρέχεις να προλάβεις το τέλος και τρέχεις να υποδεχτείς την αρχή. Θέλεις να τα κάνεις όλα, μπάνιο στο Τραπάλου που έχεις να πας τρία χρόνια, κάψιμο στις Σεϋχέλλες και όλος ο γιαλός έξι άτομα, να εξερευνήσεις τον Κισσόντα, το Toula Hotel και τον Ίκαρη, να παρκάρεις στον παραλιακό του Αγίου (τρείς μήνες έψαχνες για θέση), να πιείς καφέ στον Εύδηλο και να νιώθεις πάνω σου την ησυχία της Μεσσαριάς.

Τρέχεις για την ηρεμία. Και ο χρόνος πολύς για να σκεφτείς το Καλοκαίρι που παρορμητικά έφυγε, προλαβαίνεις να φας και λουκουμάδες στο Γλαρέδο, να γυρουλίζεις σε καφενέδες και να ακούς τους αστικούς μύθους και τα διάφορα κλισέ που σκαρφίζονται οι καφενόβιοι για να βγάλουνε Χειμώνα, να τα πεις με φίλους που δουλεύανε σαν και σένα σαν σκυλιά, να ζήσεις και να αφήσεις έρωτες. Είναι και κάτι μαγικό που μου αρέσει σε αυτό: σε μερικά πράγματα το Καλοκαίρι μου θυμίζει παύση, σα να ζεις δηλαδή διαφορετικά (αλλά σταθερά) πράγματα όλες τις εποχές και όταν μπαίνει ο Ιούλης να στα γκρεμίζει όλα, φίλους, παρέες, πελάτες, η τέλεια αποδιοργάνωση, να κάνεις εντελώς διαφορετικά πράγματα από αυτά που κάνεις τις άλλες εποχές, και, ώ του θαύματος με το Σεπτέμβρη (σε λίγο fast forward) να γυρίζεις στην πρότερη εποχή, να συσφίγγεσαι στους χειμωνιάτικους φίλους, να βρίσκεις τους πελάτες σου και να ξυπνάς την ώρα που ξύπναγες και με άλλα άγχη.

Μα είναι ο Χειμώνας σκληρός και δε σου επιτρέπει πολλά. Ο κόσμος λίγος, τα μαγαζιά και οι επιλογές τους λιγότερες, δε συζητάμε για μετακινήσεις στη στεριά ή στη θάλασσα. Για όλα αυτά πρέπει να προετοιμαστείς. Μάζεψε ξύλα έγκαιρα μη στα φάει ο Δεκέμβρης, πάρε τσιγάρα να χεις, γιατί τα κοντινότερά σου είναι 14 χιλιόμετρα (αν δεν πέσει ο δρόμος), συσφίξου περισσότερο με τους φίλους σου, μάθε tichou και μπιρίμπα, μάθε κάτι δημιουργικό, γράψου σε κάτι που σε ευχαριστεί, κατέβασε ταινίες, μάθε ένα μουσικό όργανο που τόσα χρόνια ήθελες να μάθεις, μάθε τα κάλαντα του Άη-Βασίλη, φτιάξε την προβιά σου για τους κουδουνάτους, άλλαξε την αυλή σου για το επόμενο Καλοκαίρι. Αν προετοιμαστείς και είσαι σίγουρος για το Χειμώνα που θα ζήσεις, να είσαι σίγουρος ότι η Ικαρία ξέρει και αποζημιώνει.

Δυο χρόνια τώρα βλέπω την Ικαρία από την αντίστροφη και είμαι από κείνους που κοιτούν τα φώτα του χωριού να σβήνουν. Ζω σε ένα οικισμό με δυο κατοίκους, σε σπίτι αναστατικό*, ‘σπίτι όσο να χωρείς’ το λένε εδώ, χωρίς τις ανέσεις του σπιτιού μου της πόλης. Και μέχρι τώρα δεν ένιωσα μοναξιά. Ζω τις οικονομικές δυσκολίες που περνάμε όλοι παντού. Αλλά εδώ έχω ακόμα ένα ποτήρι κρασί γεμάτο, κι ας μην κρασοβγάζω ακόμα, έχω τη νοτιά και το αλάτι να πλένω τα πατζούρια μου, έχω και τον ήχο της θάλασσας άμα που κοιμάμαι, έχω και τα φώτα της ανατολής άμα που είμαι ξυπνητός, τους αέρηδες, φίλους, μια πολυθρόνα στο τζάκι (την Ευτέρπη) και τέσσερις καρέκλες να σας περιμένω. ‘Περιβόλι όσο να θωρείς’ το λένε αυτό εδώ.

Νικόλας Κουντούπης
paraxrantos@gmail.com

Υγ – Κι αν σκαλώνεις με τη φράση ‘Καλό Χειμώνα’ (που αμφότερος αμήχανα ευχήθηκες ή σου ευχήθηκαν τέλη Αυγούστου που έφυγες απ’ το νησί),  σε πληροφορώ ότι εδώ, όσες φορές Σεπτέμβρη έτυχε να τσουγγρίσω το ποτήρι μου, η ευχή ήτανε μια: ‘Καλό Καλοκαίρι’!

*αναστάτης ή σπίτι αναστατικό: Δοξάστε το Χειμώνα, είναι μεγάλος, και για όσους δεν ξέρουνε τη λέξη, θα επιστρέψω με πτήση!

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Νικόλα Κουντούπη.