Άγιος Βασίλης έρχεται…στην Ικαρία

αναδημοσίευση από την "Πυξίδα- Χειμώνας 2011"

Τούτο το τεύχος της «πυξίδας» τυχαίνει μέσα στην αναμονή των γιορτινών ημερών, των τόσο όμορφα στολισμένων όχι με τα λαμπάκια του Βαυαρικού Χριστουγεννιάτικου δέντρου, μα με στιχάκια και κουβέντες από τα όμορφα  έθιμα του Καριώτικου λαού, με πρώτο και καλύτερο τον Αη Βασίλη!  Θυμάμαι με τί λαχτάρα περίμενα να ‘ρθουν κάθε χρονιά οι μέρες αυτές που με την παρέα θα γυρνούσαμε το χωριό… αγιοβασιλίζοντας, σε έναν πραγματικό μαραθώνιο γλεντιού και κρασοκατάνυξης! Όταν μάλιστα είχαμε και οργανοπαίχτες στην παρέα σίγουρα θα γυρίζαμε στο σπίτι την άλλη μέρα τ’ απόγευμα, έχοντας τραγουδήσει και "το παιδί του Αη Βασίλη"… Μα δεν είναι μόνο το προσάναμα για το γλέντι αυτά τα στιχάκια, ένα πρόσχημα να γλεντήσουμε αντάμα με τους χωριανούς και τους φίλους. Είναι μια παρακαταθήκη χρόνων πολλών, μια παραστατικότατη περιγραφή για αυτό που θα έλεγαν οι κοινωνιολόγοι «κοινωνική πραγματικότητα του τότε», μια ματιά στην πολιτιστική, οικονομική και παραγωγική κατάσταση των προπαππούδων μας..

Ξεκινάμε με τα στιχάκια που τραγουδά η παρέα πλησιάζοντας στο νοικοκυρόσπιτο και δείχνει μια συνήθεια που ακόμα έχουν οι Καριώτες: τη φιλοξενία! : «Η πόρτα είναι ανοιχτή, θαρρώ πως έχει και πηχτή, πηχτή και λουκουμάδες και κρασί με τους κουβάδες». Παραδοσιακοί Καριώτικοι μεζέδες και μάλιστα σε αφθονία!.. Για να πάρουν την απάντηση από το νοικοκύρη που βγαίνει να τους καλωσορίσει: «Βαϊτσα φέρε κάστανα, φέρε και πορτοκάλια φέρε και το γλυκό κρασί να πιούν τα παλικάρια» Η Βαϊτσα το δίχως άλλο είναι κάποια ψυχοκόρη που βοηθά στο αρχοντόσπιτο και τρέχει να φέρει τα κατ’ εξοχήν προϊόντα της χειμωνιάτικης Ικαριακής γής : κάστανα, πορτοκάλια και βέβαια το καλό κρασί του σπιτιού, το φυλαγμένο για τέτοιες ώρες γιορτινές! Παρατηρήστε ότι η απεύθυνση γίνεται στα «παλικάρια» που βγαίνανε για τα κάλαντα, μιας και οι γυναίκες έμεναν πίσω να προετοιμάσουν το τραπέζι, συνήθεια που κρατά πια μόνο στο Καραβόσταμο.

Στη συνέχεια η παρέα ψέλνοντας αναπαριστά ένα φανταστικό διάλογο με τον άγιο Βασίλη που «έρχεται από τον κάβο Πάπα κι ηβάσταε στην πλάτην του μια μαλλιαρή φυλάκα» και του ψευτοπαραπονιέται: «Βασίλη πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις και δε μας εσυντυχαίνεις;». Τον καλεί να κάτσει στο τραπέζι και «τον πόνο του να πεί», και μιας και είναι γραμματιζούμενος «να πει την αλφαβήτα και να κόψει και την πίτα». Εδώ βλέπουμε άλλη μια συνήθεια που απαντάται και σε άλλα κείμενα του προηγούμενου αιώνα, και όχι μόνο στον τόπο μας: Η διασκέδαση αυτές τις ξεχωριστές μέρες για την, αγράμματη συνήθως οικογένεια, ξεκινούσε καμαρώνοντας το σχολιαροπαίδι του σπιτιού να απαγγέλλει το αλφάβητο!

Και ενώ ο Άγιος ακουμπά στο ραβδί του και απαγγέλει, αυτό, σαν από θαύμα, ανθεί και μέσα από τους ανθούς ξεπροβάλλει η πέρδικα, στοιχείο λεβεντιάς και περηφάνιας στη λαϊκή μας παράδοση. Αυτή θα δώσει το έναυσμα να ξεκινήσουν τα παινέματα στους νοικοκυραίους βρέχοντας με ολόδροσο νερό πρώτα τον «αφέντη» του σπιτιού.

Εδώ η παρέα παραλλάζει τα στιχάκια παρουσιάζοντας τον αφέντη πότε καβάλα στ’ άλογο και πότε στη βάρκα, ανάλογα με την ασχολία του, πάντα όμως με αρχοντικό παράστημα ν’ ακουμπά τη μέση του σε «καρέκλα καρυδένια», πολυτέλεια που λίγοι είχαν και με το φέσι του στραβόριχτο, στοιχείο λεβεντιάς και γοητείας την εποχή εκείνη, να μοιράζει το βιός του γενναιόδωρα: «με το να χέρι να σκορπάς και τ’ άλλο να χαρίζεις». Αφού παινέψει αρκετά τον αφέντη η παρέα γυρνά προς την κυρά: «Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά γαϊτανοφρύδα, που ‘χεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος και του κοράκου τα φτερά τα ‘χεις για φορεσιά σου». Όμορφες εικόνες που μας παρουσιάζουν το γυναικείο πρότυπο ομορφιάς της εποχής, τόσο όμορφη που «σα σειστείς και λυγιστείς και πας στην εκκλησιά σου η στράτα ρόδα γέμισε απ’ την περπατησιά σου»!

Αφού στολίσουν και την οικοδέσποινα με λόγια όμορφα οι γλεντοκόποι απευθύνονται στην κόρη του σπιτιού την οποία συνήθως «γραμματικός τη θέλει», κάποιος δηλαδή ιδιαίτερος και σημαντικός. Και επειδή είναι τόσο ιδιαίτερος έχει και μεγάλες απαιτήσεις: «γυρεύει κάμπους άθερους και κάμπους θερισμένους, γυρεύει και τη θάλασσα μ’ όλα της τα καράβια, γυρεύει και τον κυρ Βοριά να τα καλαρμενίζει». Μα θα ‘ναι μάλλον ξένος ο γραμματικός, γιατί ξέρουμε πως οι Καριώτες δε ζητούσαν προίκα, αντιθέτως έπρεπε να έχουν φτιάξει πρώτα δικό τους σπίτι για να πάρουν γυναίκα!.. ας είναι…

Συνέχεια στα παινέματα με το «γιούκα» του σπιτιού. Και δε μπορεί παρά και ο γιός έτσι σημαντικός να είναι κι αυτός: «έχετε γιο στα γράμματα και γιο εις το καντήλι, να τ’ αξιώσει ο Θεός να βάλει πετραχήλι, του χρόνου σαν και σήμερα να μας ελειτουργήσει». Εξέχουσα προσωπικότητα του χωριού, δάσκαλος ή παπάς!

Και βέβαια δεν παραλείπει η παρέα να ευχηθεί στο φιλόξενο σπίτι που την δέχθηκε, μακροημέρευση και ευμάρεια: «σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε πέτρα να μη ραΐσει κι όλο τ’ ασκέρι του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει, τάλαρα να καζαντήσει»… Κι αν το ζευγάρι είναι νιόπαντρο τότε: «του χρόνου σαν και σήμερα στα τέσσερα καντούνια μωρό να ‘χει η κούνια»!

Μ’ αυτά και με άλλα αυτοσχέδια παινέματα και πειράγματα της στιγμής περνά η παρέα στο τραπέζι και το γλεντοκόπι αντάμα με τους νοικοκύρηδες, μέχρι πια κάποιος να θυμηθεί ότι περιμένει κι άλλο σπίτι παραπέρα και να δώσει το σύνθημα: «εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε , μόνο σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε, και του χρόνου να σας πούμε», για να λάβει την απάντηση: «αφού εδώ δεν ήρθατε να φάτε και να πιείτε τα πιάτα πως αδειάσανε, μπορείτε να μας πείτε;».

Λίγα πράγματα σ’ αυτές τις μέρες που ζούμε, που όσο προχωράνε μοιάζουν να πηγαίνουν τον κόσμο μας πίσω, έχουν τέτοια αξία σαν τα έθιμα αυτά, τα χιλιοχρονισμένα. Και δεν είναι η αξία τους μόνο το χάδι στην ψυχή μας από την ανθρώπινη επαφή και το ξεφόρτωμα από τις έννοιες της καθημερινότητας, είναι πιότερο που μας κάνουν να ξεχάσουμε για λίγο το «εγώ» και να θυμηθούμε να νιώσουμε «εμείς», παρέα, χωριό, σύνολο, όπως οι παλιοί ξέραν μάλλον καλλίτερα να νιώθουν…

Χρήστος Δάμαλος
damalailama@yahoo.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.

ikariastore banner