Η Πρωτοχρονιά, κατ’ εξοχή διαβατήρια ημέρα, ως η αρχή μιας νέας χρονικής περιόδου, συνδέεται με τις προσδοκίες και τις ελπίδες του ανθρώπου για την ευετηρία και την καλοχρονιά. Η λαϊκή παράδοση, για την πρώτη ημέρα του χρόνου, απηχείται στην πίστη για τον «αγιοβασίλη», σε μαγικές και δεισιδαίμονες πράξεις και ενέργειες, σχετικές με την εξασφάλιση υγείας, ευτυχίας, της αφθονίας των καρπών, της καλής σοδειάς, αλλά και σε έθιμα, όπως, το ποδαρικό, η βασιλόπιτα, οι «αγερμοί» και τα «χαιρετίδια» των ενηλίκων στα εορταστικά «τραπέζια», τα οποία ετοιμάζει κάθε οικογένεια, για το καλό του χρόνου.
«Τ΄ άι Βασιλειού»: η Πρωτοχρονιά ταυτίζεται με τη γιορτή του αγίου Βασιλείου, «τ’ άι Βασιλειού», ή «τ’ αγιοβασίλη», η μνήμη του οποίου γιορτάζεται αυτή τη μέρα, από την εκκλησία. Ο άγιος Βασίλειος, πέρα από τις ιδιότητες του ιεράρχη που υμνεί η ορθόδοξη παράδοση, ενσαρκώνει το πνεύμα του καινούριου χρόνου και γίνεται ο φορέας του ευχετικού λόγου που ανταλλάσουν οι άνθρωποι μεταξύ των ή τραγουδούν στα παινέματα των καλάντων της ημέρας. Από τις ιδιότητες του αγίου Βασιλείου που έχουν καταγραφεί σε ποικίλες παραλλαγές των καλάντων, ενδεικτικά, αναφέρω: «αγιοβασίλης», οδοιπόρος, που έρχεται «από την Καισαρεία» και χαρίζει την ευλογία με το ραβδί του: «χλωρό ραβδί, ξερό ραβδί, μπροστά στην πόρτα σου να μπει...» και, «αγιοβασίλης», προστάτης της παραγωγής και της καρποφορίας: «κι εκεί που πρωτοπάτησε, χρυσή μηλίτσα βγήκε».
Το ποδαρικό το κάνει ένα τυχερό παιδί, το οποίο συνοδεύει την είσοδό του στο σπίτι με το εξής τελετουργικό: «ανήμερα την Πρωτοχρονιά περιμένουν το πρωί να κάμει ποδαρικό στο σπίτι ένα παιδί. Μπαίνοντας στο σπίτι, λέει, μέσα ο πλούτος. Ύστερα βγαίνει όξω, λέγοντας, όξω η φτώχεια». Αυτό το κάνει τρεις φορές.
Άλλη μαρτυρία αναφέρεται σε σπάσιμο ροδιού: «το πρωί έχουμε το έθιμο όποιος έρχεται πρώτος να μπει στο σπίτι, να κρατά ένα ρόδι να το ρίξει κάτω και να πει: Όξω τα κακά του χρόνου, μέσα τα καλά του χρόνου».
Το εορταστικό τραπέζι της Πρωτοχρονιάς: λέγεται και τραπέζι τ’ «άι Βασιλειού», γιατί, σύμφωνα με την τοπική παράδοση του νησιού, ο Άγιος έρχεται να κεραστεί, «ήπρεπεν το σπίτι να ναι ανοιχτό και το τραπέζι στρωμένο για να είναι όλο το χρόνο πλούσιο, να ’χει φαγητό». Το εορταστικό τραπέζι περιλαμβάνει προσφορές για τον «άι Βασίλη»: «την παραμονή τ’ άι Βασιλειού κάνομε γλυκίσματα και λουκουμάδες για τον άγιο Βασίλη», «τη μέρα της πρωτοχρονιάς πρέπει να ’χεις φαΐ στο τραπέζι, να ημ περάσει ο άι Βασίλης και ’εν έχει να φάει».
Τα εθιμικά φαγητά της Πρωτοχρονιάς έχουν, ως βάση, το χοιρινό κρέας, το οποίο ορίζεται ως το ευετηρικό φαγητό της καλοχρονιάς. Το γουρούνι σπρώχνει με τα πόδια του μπροστά το χώμα και, έτσι, πιστεύεται ότι σπρώχνει αναλογικά τα καλά, που προσδοκούν οι άνθρωποι την καινούργια χρονιά. Τα γλυκίσματα που προσφέρονται περιέχουν μέλι, όπως μελωμένα φοινίκια, ξεροτήγανα ή αυγοκαλάμαρα και λουκουμάδες.
Οι «αγερμοί» των ενηλίκων – τα χαιρετίδια, την ημέρα της Πρωτοχρονιάς οι Ικαριώτες, σε συντροφιές καλαντιστών, ανάλογα με την ηλικία, περνούν από σπίτι σε σπίτι, λένε τον «άι Βασίλη» κι εύχονται για τον καινούργιο χρόνο. Μια μαρτυρία, προερχόμενη από τον Κάλαμο, αναφέρεται στην τελετουργία του εθίμου: «Ηγυρνούσαν οι άντρες που ησυγκεντρώνουνταν σε με(γ)άλες παρέες, ανάλογα με την ηλικία τους. Χώρια οι γέροι, χώρια οι μεγαλύτεροι, χώρια οι μικρότεροι. Ητρώαν τα μεζεδάκια κι ηπίναν γνήσιο καριώτικο κρασί. Ητρα(γ)ουδούσαγ κι ηχορεύγαν λίγο, ηύχουνταν για τηγ καλή χρονιά κι ηφεύγαν για να πάνε σε άλλο σπίτι. Αυτό μπορούσε να κρατήσει μέχρι το πρωί. Οι πιο νέοι συνήθιζαν να αφήνουν τελευταίο το σπίτι που βρίσκεται κάποιος να γιορτάζει για να γλεντήσουν ίσαμε το πρωί. Οι νοικοκυρές μένουν στα σπίθκια τους και περιμένουν να περάσει κι η τελευταία παρέα να τους ευχηθεί».
Σε άλλες περιπτώσεις, οι καλαντιστές, κατέληγαν σε ένα σπίτι ή καφενείο για να συνεχίσουν τη διασκέδαση. Για το σκοπό αυτό τα κεράσματα που τους προσφέρανε, τα συγκέντρωναν σε «φυλάκι» - (σακί από τομάρι κατσικιού): «στα σπίθκια τούς φιλέβγανε πράματα, γλυκά και μεζέδες, κι ηγεμίζαν το φυλάκι. Μετά ημαζεύγουνταν στο καφενείογ κι είχαν όλα όσα ημάζεψαν στο φυλάκι τους. Τ’ απλώναν, λοιπόν, στο τραπέζι κι ητρώαν κι ηγλέντουσαν»..
Στην Ικαρία, ειδικότερα, το έθιμο των «αγερμών» τ’ άι Βασίλη συνδέεται με τοπικά κάλαντα, στα οποία ο «αγιοβασίλης» περιγράφεται ως ζευκαλής. Στην παραλλαγή αυτή, παρωδείται το πέρασμά του Αγίου από ένα άκρο μέχρι το άλλο του νησιού, η υποδοχή, τα κεράσματα, το κρασί και συνακόλουθα το «ζεύκι». Αποσπασματικά παραθέτω:
«Αγιοβασίλης έρχεται από τον Κάβο Πάπα,
βαστάει εις την πλάτη του μια μαλλιαρή φυλάκα.
Άι Βασίλης έρχεται από το Μαγγανίτη,
βαστάει εις το στόμα του ένα μακρύ φοινίκι.
Έρχεται στην Περαμαριά ευθύς ο ασπρομάλλης
του δίνουνε δυο κρασιά και ένα πορτοκάλι.
Και από τα Θέρμα, βρε περνά, και του μυρίζει γλέντι.
Ψάχνει και βρίσκει το κρασί και πίνει και μεθάει
και αρχίζει βρε να τραγουδά, δίχως να σταματάει…»
To έθιμο της βασιλόπιτας: η βασιλόπιτα αποτελεί εξέλιξη των εορταστικών άρτων που προσφέρουμε σε αγίους, όταν γιορτάζουν οι εκκλησίες μας. Η βασιλόπιτα, που επικράτησε στην Ικαρία, είναι η παραδοσιακή μικρασιάτικη: πίτα γλυκιά, σε σχήμα καρβελιού, φουσκωτή, σαν χριστόψωμο, με λάδι, αλεύρι, αρωματισμένη με μπαχαρικά, πασπαλισμένη με ζάχαρη, κεντημένη στην επιφάνεια με ευχές για την καλοχρονιά ή την αριθμητική ένδειξη του νέου χρόνου. Μέσα στην πίτα υπάρχει ένα νόμισμα, το «φλουρί», το οποίο, όποιος το βρει, θεωρείται ο τυχερός όλης της χρονιάς. Το «φλουρί», παλαιότερα, το φυλούσαν στα εικονίσματα και πίστευαν ότι φέρνει ευτυχία και πλούτο σε όποιον το βρει, αλλά και σε αυτούς που συνδέονται μαζί του.
Η κοπή και η διανομή της βασιλόπιτας είναι τελετουργική: Πρώτα ο νοικοκύρης κάνει με μαχαίρι το σημείο του σταυρού για να έχει η οικογένεια τη θεϊκή προστασία. Στη συνέχεια την κόβει σε κομμάτια. Τα πρώτα κομμάτια ονοματίζονται για το Χριστό, για τον «αγιοβασίλη» και για το σπίτι. Ακολουθούν τα κομμάτια του νοικοκύρη, της νοικοκυράς και των άλλων μελών της οικογένειας, αρχίζοντας από τους μεγαλύτερους και καταλήγοντας στα παιδιά. Στη συνέχεια κόβεται το κομμάτι του ξενιτεμένου και του φτωχού. Παλαιότερα, έβγαζαν κομμάτια για τα ζωντανά, τα χωράφια και τα αμπέλια για να πάρουν όλα την ευλογία του Αι-Βασίλη. Ο νοικοκύρης θρυμμάτιζε και σκορπούσε κομμάτι από την πίτα στα κτήματα και στα αμπέλια. Κατέβαινε επίσης, στο στάβλο, να ταΐσει από την πίτα τα ζώα. Σχετική με τη φροντίδα των ζώων είναι η ακόλουθη μαρτυρία από το Μάραθο: «Τα ζώα, τα βόδια τα καλοταΐζουμε τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα, γιατί ο Χριστός εγεννήθηκε μέσα στα βόδια».
Αντί επιλόγου, μια τραγουδισμένη ευχή, από τα ικαριακά κάλαντα, για τον καθένα που ελπίζει και προσδοκά…
«Η τύχη να σε βοηθεί σε ό,τι επιχειριστείς
και ο παράς να τρέχει, ωσάν το νερό που βρέχει».
Αργεντούλα Πάσχαρη – Κουλουλία
Καθηγήτρια – Λαογράφος
Πρώτη δημοσίευση: ikariamag - Δεκέμβριος 2012