Η Σύσκεψη

Χτύπησε το τηλέφωνό μου κι από την ανοιχτή ακρόαση άκουσα τη διαταγή: «Στην αίθουσα συνεδριάσεων, σε μισή ώρα». Σκέφτηκα ότι θα έχουμε πάλι δράματα και σηκώθηκα να φτιάξω τη γραβάτα και να πάρω έναν καφέ από το κυλικείο πριν τη συνάντηση. Το φωτοκύτταρο διάβασε το περπάτημά μου και μου άνοιξε στη θέα του μεγάλου μακρόστενου τραπεζιού και του ήλιου πάνω από το Σαρωνικό.

Οι κυρίες της ομάδας ως πιο συνεπής ήταν ήδη εκεί. Η Στέλλα φορούσε ένα καλοραμμένο κουστούμι. Μου έκανε εντύπωση γιατί στον ένα της καρπό φορούσε ένα πλεχτό κόσμημα και στο άλλον την ασπροκόκκινη κλωστή του Μάρτη. Παρά το μοντέρνο της ντύσιμο φάνταζε σαν να είχε έρθει από το παρελθόν. Είχε δημιουργηθεί το πρώτο πηγαδάκι, πριν καθίσουμε. Η Γιούλη δήλωνε, μέσα από το ακριβότερο ταγιέρ του Κολωνακίου, ότι είχε βαρεθεί και ότι ήθελε κάτι με πολλά εφέ. Μόλις όμως γελούσε με τα μαγουλάκια της (μα πώς το κάνει αυτό;) καταλάβαινες ότι έλεγε ψέματα κι ότι είχε πολλή περιέργεια μέσα της. Δίπλα της η Αφροδίτη μ’ ένα μακρύ αέρινο φόρεμα απέκλειε ήδη την περίπτωση να ακυρωθεί η πτήση, ήθελε να πετάξει με κάθε κόστος, από συνείδηση κι από πείσμα. Ο Γιώργος μπαίνοντας, συμφώνησε μαζί της. Άλλωστε στη σκέψη και στο συμβολισμό της πρώτης εκείνης πτήσης προς την Ικαρία αποφάσισε να επιστρέψει στο νησί.

Ο Μενέλαος δε μίλησε. Μας προσπέρασε, ακούμπησε στο πρεβάζι και κοίταξε ψηλά, στον ουρανό. «Εγώ κάθομαι πάντα στο παράθυρο», είπε με το πονηρό του χαμόγελο. Η Μόνικα ήταν πιο αυστηρή, είχε στο νου της χρονοδιαγράμματα και αποτελέσματα. Τόνισε ότι η στόχευση πρέπει να είναι μελετημένη, οι αποκλίσεις ελάχιστες και η προσπάθεια διαρκής. Εκείνη την ώρα το μυαλό μου ήταν στους χαρταετούς. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή επιδίδομαι με ιδιαίτερη θέρμη στην κατασκευή τους. Δεν έχω χάσει ούτε μία χρονιά. Αρνούμαι να προσποιηθώ και να κρύψω το παιδί μέσα μου. Μάλλον ήμουν ήδη έτοιμος για πέταγμα και δεν το ήξερα. Έφτασε και η Μελίνα με τα μελένια μάτια της και με λίγη καθυστέρηση. Κρατούσε ένα κουτάκι με διλήμματα. «Ωχ, θα το ανοίξει!», σκέφτηκα αλλά ακαριαία αποφάσισα πως δε μ’ ένοιαζε, ίσως να ‘ταν καλύτερα να το άνοιγε.

Ο Κωνσταντίνος, παρά τη γλυκύτητά του ακούστηκε αυταρχικός. Μας διέταξε να καθίσουμε και βέβαια υπακούσαμε. Έκανε την απαραίτητη εισήγηση και με φόβισε γιατί συνήθως τέτοιου είδους πρόλογοι ξεχειλίζουν από μπούρδες και δεν τελειώνουν ποτέ. Ευτυχώς ήταν λακωνικός, «ακούμε διαρκώς τα σωστά συνθηματικά, βλέπουμε πως υπάρχουν άνθρωποι για να συνεννοηθούμε και να δημιουργήσουμε πράγματα», είπε. «Ορίστε ο κωδικός μας». Βάλαμε το χαρτάκι στην τσέπη.

Ξαφνικά ένα χέρι μ’ έσπρωξε δυνατά κι έπεσα από τον καναπέ. Ξύπνησα τρομαγμένος κι αναζήτησα τον υπεύθυνο. Μέσα στη θολούρα μου είχα ένα μικρό πρόβλημα να εστιάσω. Μπροστά μου μια ντουζίνα ανθρώπων χοροστάλιζε με πολύ κέφι, κάπου δεξιά καθόταν ο Χούτρας με το βιολί του. Ένας τύπος με μαύρο κοκάλινο σκελετό γυαλιών με κοιτούσε επίμονα: «Τι θα γίνει ρε μ’ εκείνες τις πτήσεις που λέγαμε;»

Κάπως έτσι έχουν τα γεγονότα, αν θυμάμαι καλά. Πέρασε ήδη ένας χρόνος. Νομίζω πως τώρα πια πετάμε. Εύχομαι να το βλέπουν έτσι κι οι υπόλοιποι, οι γνωστοί, οι συγχωριανοί κι όλοι οι άλλοι που έγιναν φίλοι στην πορεία. Πάντα προς τα πάνω. Διαδρομή δύσκολη αλλά πανέμορφη σαν να παίρνεις ξημερώματα το μακρύ ανήφορο για την Κάμπα, για τη λειτουργία του Δεκαπενταύγουστου.

Γιάννης Κέφαλος
jianniskefalos@yahoo.gr

Ήταν οι πρώτες ελεύθερες πτήσεις του ikariamag, το Μάρτιο του 2010, σε μια κυριλέ συνάντηση με την... ονειρική πένα του Γιάννη Κέφαλου.