Φωτογραφία: Αθανασία Περρή
Για σβήσετε τα φώτα, να δούμε, μας βλέπουνε στους Φούρνους; Για να δούμε... Σβήστε τα όλα, ναι, ναι και εκείνα… όλα, όλα, ΟΛΑ… Ε, και για ελάτε σιγά σιγά στην πίστα που έχει κάτι να δείτε… Κάτι θα γίνει παιδιά μου στη πίστα… Ελάτε, ελάτε.
Ο Φάκαρος όρθιος, μόνο αυτόν διακρίνεις στο σκοτάδι. Αμηχανία. Όσοι δεν φορτώθηκαν στην παλαίστρα της πίστας βαστούν βιντεοκάμερα. Και ‘μείς φαηδόνες έτοιμες να μπούμε στην παγίδα. Χωρίς κεντρί, χωρίς τη μυρωδιά του ψαριού να μας τραβά, χωρίς το φώς της μαύρης αυγής, όλοι σε ένα μπουκάλι. Συσσωμάτωμα. Σσσς σσσς το νταούλι ξεκινά, θα σου δώσει βήμα. Δεν το βλέπεις το τύμπανο, δεν τα βλέπεις τα πόδια. Προσεύχεσαι. Νυμφίοι περπατητοί στην κρεμάλα. Θέλοντας και μη, γίνεσαι μύστης σε ένα εσπέρας προκείμενο τελετουργικό που φωτεινοί άνθρωποι σου ‘δώσαν παραλαβή. Χωρίς παρτιτούρα, χωρίς λόγια. Αυτοσχεδιάζοντας άλλοτε το βιολί, άλλοτε τη λύρα, άλλοτε τη τσαμπούνα τον επί εκατονταετίες πολεμικό σκοπό. Πάντα διαφορετικός και πάντα ίδιος. Και ο κόσμος του, ρίφια τσαμούζικα, έτοιμα για σφαγή. Άνω σχώμεν τας καρδίας…
Τα χέρια σου με κρατούν σφιχτά. Λίγο ακόμα και η ζέστη σου θα με πνίξει. Κάθε σου κύτταρο, κάθε όργανό σου αισθητήριο έχει διασταλεί. Τελευταίος σου καριώτικος στο νησί για φέτος και κάθε χρόνο από τους πιο ωραίους. Ωραίος όχι για το κάλλος της ομορφιάς του, όχι για την καριώτικη και σωστή βηματική του σύνθεση -βλέπεις, τα ξενάκια σου Ικαριά μου σε εγκατέλειψαν και εφέτη νωρίς- ωραίος από το ωριαίος. Είσαι στην ώρα σου, είσαι στη μέρα σου, είσαι ωραίος! Και δεν υπάρχουνε παράπονα για τα τσαλαπατημένα κανούκια, ούτε για τον νεφρό που καθαρίζει ασταμάτητα το οινόπνευμα των αμπελιών σου.
Τελευταίο για το καλοκαίρι κατανυκτικό μυστήριο. Και αυτός ο τυφλοσούρτης σου δίνει να φαντάζεσαι. Άμαχος και άοπλος στην καθημερινότητα του Χειμώνα. Ικέτης σε προγόνους και απογόνους. Και το δοξάρι του Νίκου συνεμπαίνει της φάσης συλλήβδην και σταματά. Μόνο το τύμπανο να δίνει ζωή στα χρόνια μας και στην έλθεν κακείθεν αντάρα των δεκάδων συντρόφων που σου δίνουν το ύψος να ενώσεις την ψυχή σου στο σκότος.
Δεν είναι δοξάρι, είναι βουκέντρι που σε σπέλλει. Δεν είναι ο Φάκαρος και η ορχήστρα του. Είναι και ο Σκάτζακας που παίζει για μιαν όμορφη γκρουβαλίνα. Είναι και ο Κράτσας σε αυτοσχεδιαμό συνάξεως ψυχής. Είναι και ο Ρούσσος με αφηρημένο σκοπό αρμονίου. Είναι οι Φράγκοι. Πάνω τους κρέμεται ο Ολλανδός με ασύρματο βιολί. Και ο Ζελεπός, ο Κοτσορνίθης, ο Χούτρας. Είναι ο Μίμης ο Καραβοσταμιώτης και ο Σπανός με την καφετιά φυλάκα. Το βιολί ακόμα δεν παίζει, κι όμως, η παρέλασή του, σου τρελαίνει διθυραμβικά τον εγκέφαλο. Σε ζαλίζει.
Και από μακριά, ήρθανε κοντά πολλοί. Αδοκίμαστοι στο πανηγύρι, από αλλού φερμένοι. Ο Μάνος πίνοντας ελληνικό του Λουμίδη, βλέπει το μυστήριο ψύχραιμα αλλά ερωτικά. Παραδίπλα ο άλλος Μάνος και ο Μίκης οραματιζόμενοι ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη και ταυτόχρονα πλήρωση ψυχής. Και άλλοι, και άλλοι! Ο Νικόλας και ο Παύλος σε τυφλοκωφό σχεδίασμα ροκ. Ο Μανώλης και ο Νίκος γράφουν για την Ελλάδα και τον καημό. Αλλά και ο Χιώτης. Μέχρι και ο Κουρτ Βάιλ να συνθέτει όπερα χωρίς νότες. Όλοι τους, μιλιούνια, υποκλινόμενοι σαν εμάς στην υπέρτατη κραυγή…
Και ακόμη δεν ξη-μέρωσε η μαύρη αυγή.
Μας είδανε στους Φούρνους! Να ‘στε καλά!
Νικόλας Κουντούπης
paraxrantos@gmail.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Νικόλα Κουντούπη.