Το Υπ. Αγροτικής Ανάπτυξης δυστυχώς, εγκαταλείπει την περιβαλλοντική διάσταση της γεωργίας. Την Πέμπτη 24/6, στην 4η Επιτροπή Παρακολούθησης του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης «Αλέξανδρος Μπαλτατζής», η υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, κα. Μπατζελή, ανακοίνωσε ότι «στα γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα δεν περισσεύουν πόροι ώστε να προχωρήσουμε σε προσκλήσεις στην τρέχουσα προγραμματική περίοδο». Την ίδια στιγμή πάντως αναγνωρίζει, στην ίδια ομιλία της, την ανάγκη για γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα «τα οποία θα βελτιώσουν πραγματικά την ποιότητα του προϊόντος αλλά και την ποιότητα των εδαφών, της σωστής διαχείρισης της γης και της σωστής διαχείρισης των υδάτων»
Η ανακοίνωση της υπουργού, ήρθε δυστυχώς (και πάλι) να επιβεβαιώσει αυτό που φοβούνταν οι φορείς του αγροτικού χώρου, των βιοκαλλιεργητών, των οικολογικών οργανώσεων αλλά και των καταναλωτών, ότι η αναφορά στην πράσινη ανάπτυξη παραμένει πλέον μόνο ως προεκλογική εξαγγελία της κυβέρνησης, ενώ στην πράξη η εφαρμοζόμενη πολιτική κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση. Η κυβέρνηση, κατά την ταπεινή μου άποψη, φαίνεται να αυτοσχεδιάζει και να κινείται σε κατευθύνσεις κάθε άλλο παρά βασισμένες σε γνώση των σημερινών αναγκών αλλά και της ευρωπαϊκής εμπειρίας. Στην πράξη πάντως, πουλάει φθηνά το παρόν, υποθηκεύοντας ακόμη περισσότερο το μέλλον, καθώς μεταθέτει στις επόμενες γενιές ακόμη και την απορρύπανση του υδροφόρου ορίζοντα.
Για να έχετε μια εικόνα, τα γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα περιλαμβάνουν δράσεις ενίσχυσης που αφορούν μεταξύ άλλων: τη βιολογική γεωργία, τη βιολογική κτηνοτροφία, τη μείωση της νιτρορύπανσης, την προστασία απειλούμενων αυτόχθονων φυλών αγροτικών ζώων, τη διατήρηση ντόπιων ποικιλιών, τη διατήρηση και αποκατάσταση φυτοφρακτών, τη διαχείριση παραλίμνιων εκτάσεων του δικτύου Natura 2000, τη διατήρηση και ανακατασκευή αναβαθμίδων, τη διατήρηση γεωργικών εκτάσεων για την προστασία ειδών άγριας πανίδας. Πρόκειται, δηλαδή, για μια σειρά πρακτικών και μέτρων που θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση σε μια γεωργία φιλική προς το περιβάλλον αλλά και στην υιοθέτηση ενός διαφορετικού μοντέλου ανάπτυξης αγροτικών περιοχών με όρους βιωσιμότητας. Παράλληλα θα μπορούσαν να προσφέρουν και θέσεις εργασίας στην ύπαιθρο, σε μια δύσκολη οικονομική συγκυρία. Τα μέτρα αυτά αποτελούν τα σημαντικότερα στοιχεία του 2ου πυλώνα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) και χρηματοδοτούνται σε πολύ μεγάλο ποσοστό από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εγκατάλειψη μάλιστα της υποστήριξης των παραδοσιακών ποικιλιών και των αυτόχθονων φυλών, αποφασίζεται το 2010, έτος αφιερωμένο στην βιοποικιλότητα, θέμα για το οποίο το Υπουργείο δεν έχει αναγγείλει καμία θετική ενέργεια ή δράση.
Όμως στην πράξη, τα μέτρα αυτάμ παραμένουν πάντα στο περιθώριο, καθώς αποτελούν μια διαφορετική εναλλακτική πρόταση για την γεωργία, αντίληψη που δυστυχώς αδυνατούν ακόμη να κατανοήσουν τόσο οι πολιτικοί προϊστάμενοι του υπουργείου αλλά και μεγάλο μέρος των παραδοσιακών αγροτικών δυνάμεων που πιστεύουν στη λογική του άμεσου κέρδους και «αύριο βλέπουμε». Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2006 και μετά, δηλαδή για 4 πλέον χρόνια και με εναλλαγή αρκετών υπουργών και κυβερνήσεων, δεν έχουν προκηρυχθεί δράσεις σε αυτή την κατεύθυνση, παρά το γεγονός ότι προς τα εκεί κινείται η γεωργία σε πολλές άλλες χώρες της ΕΕ.
Όταν το κόστος της απορρύπανσης θα είναι απαγορευτικό, όταν και η τελευταία πηγή θα έχει μολυνθεί από τα λιπάσματα, όταν τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων θα επιμένουν να κάνουν για χρόνια την δουλειά τους στον υδροφόρο ορίζοντα, τότε θα είναι πολύ αργά. Από πόσο μακριά θα έρθει τότε το καθαρό νερό κα με τι κόστος; Μια κυβέρνηση πρόσκαιρη, λοιπόν, για μια χώρα προσωρινή, χωρίς προοπτική επιβίωσης πέρα από τον ορίζοντα της επόμενης ψήφου. Τα πράσινα τα λόγια τα μεγάλα ξεχάστηκαν με μιας, λες και η προστασία του περιβάλλοντος δεν σχετίζεται με την διαχρονική οικονομία.
Αλήθεια, αναρωτιέμαι, ποιο μοντέλο γεωργίας θέλει να υποστηρίξει το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης; Αυτό της χημικής εντατικής γεωργίας, της γεωργίας που απαιτεί εκτροπές ποταμών και δημιουργεί προβλήματα στο περιβάλλον και στους καταναλωτές; Ούτε με περιβαλλοντικούς αλλά ούτε με κλασσικούς οικονομικούς όρους, με όρους ανταγωνισμού, μπορεί να σταθεί πλέον μια τέτοια γεωργία.
Αντίθετα, η ποιοτική γεωργία με αιχμή του δόρατος τη βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία, η γεωργία των παραδοσιακών φυλών και ποικιλιών, η γεωργία που σέβεται το περιβάλλον μπορεί να ξαναφέρει τα ελληνικά προϊόντα τόσο στις διεθνείς όσο και στην ελληνική αγορά. Συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην προστασία του περιβάλλοντος, στην προστασία των νερών, των εδαφών, της βιοποικιλότητας, αλλά και της υγείας των καταναλωτών που έχουν κάθε δικαίωμα να μη γίνονται πειραματόζωα για αγροχημικά προϊόντα.
Ας κάνουμε μια προσπάθεια ακόμα, ο καθένας από το μετερίζι του, μέσω των συλλόγων, φορέων, αγροτικών συνεταιρισμών, ας καλέσουμε το υπουργείο, αλλά και την κυβέρνηση συνολικά, να αναθεωρήσουν τη στάση τους και όσο είναι ακόμη καιρός να προχωρήσουν σε αναθεώρηση του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης «Αλέξανδρος Μπαλτατζής» με πρόβλεψη σημαντικής ενίσχυσης για τα γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα. Καθώς μάλιστα τα θέμα δεν αφορά μόνο την εσωτερική αγροτική πολιτική, αλλά και τον τρόπο που εφαρμόζεται η ΚΑΠ στα κράτη μέλη, ας φτάσει το θέμα και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το θέμα αφορά άμεσα τα νησιά μας καθώς η εκτεταμένη βιολογική γεωργία κάνουν την Περιφέρεια Β. Αιγαίου, πρωτοπόρο σε πανελλαδικό επίπεδο.
Γιώργος Βιτσαράς για το ikariamag
photo: azrainman