Συνταγή για καριώτικα φοινίκια

Η Καλή μπήκε στην κουζίνα, φορώντας την ποδιά και ένα καλοκαιρινό καπελάκι με ζωγραφιστά λουλουδάκια. Ο γιος της που έπινε τον πρωινό καφέ του (μεσημέρι ήτανε) παραξενεύτηκε – η μάνα του είχε κλείσει τα ογδόντα αλλά λωλάδες δεν έκανε, συνήθως.

- Τι το θες ρε μάνα το καπελάκι παραλίας χριστουγεννιάτικα;
- Μην τυχόν πέσει καμμιά τρίχα στη ζύμη.

Ο γιος κοίταξε για μια στιγμή το καπελάκι-μαγειρικό σκούφο και μετά έψαξε γύρω γύρω να βρει την επίμαχη ζύμη, μάταια όμως. Βρήκε βέβαια τα υλικά της, λάδι σε μια πήλινη λεκάνη, ζάχαρη, κοπανισμένο αμύγδαλο (στο γουδί, το μίξερ ήταν χαλασμένο) και διάφορα μικροσυμπράγκαλα ζαχαροπλαστικής. «Τούτες οι μέρες έχουν το» σκέφτηκε, και μεταπάτησε για να της δώσει χώρο. Η Καλή πήρε το μπρίκι με το υπόλοιπο του καφέ, το ξέπλυνε κι έβαλε νερό να βράσει. Μετά ξεδίπλωσε ένα σακουλάκι και έβγαλε από μέσα μια κουταλιά από μια γκρίζα σκόνη. Στο μεταξύ μονολογούσε:

- Μια κουταλιά σόδα στο κονιάκ και μετά...
- Τι είναι αυτό;
ρώτησε ο γιός με απορία, δείχνοντας προς τη γκρίζα σκόνη που η μάνα του πρόσθεσε στο νερό.
- Στάχτη, είπε η Καλή. Για τα φοινίκια.

«Πάει, το ‘χασε» σκέφτηκε ο γιός. «Εμ, βέβαια, μετά από ογδόντα χρόνια φυσικό είναι. Έπρεπε να το είχα καταλάβει από το καπελάκι. Μάλλον νευρολόγο θα φωνάξω.»

- Αλυσίβα, συμπλήρωσε η Καλή ανακατεύοντας τη στάχτη στο νερό με το κουταλάκι.
- Αλυσίβα;
- Για τα φοινίκια.


Ο γιος ξανακοίταξε με δυσπιστία τα υλικά πάνω στο τραπέζι. Εντάξει τα λάδια και οι ζάχαρες και τα αλεύρια και το κονιάκ, άντε και η σόδα. Αλλά στάχτη; Έστω βρασμένη;

- Το γράφει η συνταγή; επέμεινε.

Η Καλή σήκωσε τους ώμους. Ο γιός πήγε στο μέσα δωμάτιο και βρήκε ένα χοντρό τόμο που έγραφε «Ο Νέος Τσελεμεντές, 1977». Βαρέθηκε να ψάξει το λήμμα «μελομακάρονα» και απλώς έβγαλε από μέσα ένα τετραδιάκι που χρησίμευε θεωρητικά ως σελιδοδείκτης (εδώ και χρόνια κολλημένος στη σελίδα «Τσουρέκι βασιλόπιτα σμυρνέικη») και που μέσα του προ ετών είχαν αποθησαυριστεί διάφορες συνταγές της Καλής χειρόγραφες. Δε βρήκε συνταγή για μελομακάρονα. Μετά σαν κάτι να θυμήθηκε και ξαναπήγε στην κουζίνα.

- Πού είναι το τετραδιάκι με τις συνταγές της γιαγιάς;

Η συχωρεμένη η γιαγιά του η κυρά-Λαμπρινή, η μάνα της Καλής, είχε καταγράψει τις συνταγές της σε ένα μικροσκοπικό τεφτέρι με τετραγωνάκια, το οποίο η Καλή που το κληρονόμησε το προστάτευε ως κόρην οφθαλμού. Πήγαν μαζί και το ξέθαψε από την κρυψώνα του και το έδωσε στο γιο της πριν γυρίσει στην κουζίνα. Αυτός το ξεφύλλισε λίγο, είδε τα γράμματα της γιαγιάς του που τη θυμόταν μόνο σαν μια ακαθόριστη ανάμνηση ντυμένη στα μαύρα, και χάζεψε μερικές συνταγές. Οι ποσότητες ήταν σε δράμια και οκάδες, όχι σε γραμμάρια, και η γραφή της ήταν από κείνες τις καλλιγραφίες που μάθαιναν παλιά, με μολύβι πάνω στα τετραγωνάκια του τετραδίου. Έψαξε, αλλά συνταγή για φοινίκια δε βρήκε. Βρήκε ομως έναν άλλο γραφικό χαρακτήρα κάπου, που έγραφε «η αρχιμάγειρος» και το όνομα της γιαγιάς του από κάτω, με το πατρικό της επώνυμο.

- Αυτό τι είναι; ρώτησε τη μάνα του που ζύμωνε στην πήλινη λεκάνη.
- Αυτό το έκανε το Κωστάκι, την έβαζε τη μάνα να υπογράφει τις συνταγές. Δημοτικό πήγαινε.

Το Κωστάκι ήταν ο μικρός αδελφός της, συχωρεμένος κι αυτός χρόνια. Δημοτικό θα πήγαινε στην Κατοχή, μάλλον. Ο γιος ξεφύλλισε για λίγη ώρα ακόμα το τετραδιάκι και βάλθηκε να το τραβάει φωτογραφίες. Τα φοινίκια ψήθηκαν και μελώθηκαν.

- Για δοκίμασε, είπε η Καλή κάποια στιγμή.

Ο γιος δοκίμασε ένα. Νοστιμότατο, όπως κάθε χρόνο. Μετά πήρε και δεύτερο. Με αλυσίβα.

- Πάντως δεν έχει συνταγή για φοινίκια εδώ, συμπλήρωσε.

Η Καλή δεν είπε τίποτα. Μάζεψε την κουζίνα, έβγαλε την ποδιά, ακούμπησε το καπελάκι στην πλάτη μιας καρέκλας και μουρμούρισε:

- Ε, π’ ανάγκασμάν’ το, εν ηθέλω και συνταγή για να κάμω φοινίκια πια...

Και πήγε μετά να ξεκουραστεί λίγο πριν πιάσει τις απογευματινές δουλειές.  

Βασίλης Δουρής
akamatra@gmail.com

Σ.Σ. «Τούτες οι μέρες έχουν το, τούτες οι εβδομάδες», παραδοσιακό καριώτικο τραγούδι των γιορτών (όχι υποχρεωτικά των Χριστουγέννων, σε μια συλλογή του Σίμωνα Καρά έχει καταγραφεί νομίζω ως αποκριάτικο).

Μεταπατώ: πάω πιο κει, πατάω πιο πέρα.

Υποθέτω οι καριώτες της παρέας χρησιμοποιούν και τα φοινίκια και το π’ ανάγκασμάν΄το -  αμετάφραστα.