Όπως πάντα όταν έφευγε, έτσι και τώρα του’ρχόταν η διάθεση,κάτι σαν εσωτερική ανάγκη, να γράψει. Κάτι στιχάκια πού’χε σκαρώσει, τα συνέλαβε σε κάποια ταξίδια, συνήθως με καράβι, και τις περισσότερες φορές για το νησί του. Αυτή τη φορά προσπαθούσε να αναγνωρίσει την έμπνευση, γιατί είναι αλήθεια τις περισσότερες φορές λειτουργούσε αυθόρμητα-αυτόματα. Κοίταξε μες το μυαλό του, όπως όταν κοιτάμε γύρω-γύρω για να βρούμε μια διεύθυνση ή όπως όταν αναρωτιόμαστε για κάποιον πού τον έχουμε ξαναδεί. Κοιτούσε τους άδειους τοίχους του μυαλού του και σε μια γωνιά είδε μια φωτογραφία κρεμασμένη. Ένα παιδί γύρω στα 12 με ύφος σφίγγας, είχε ακουμπήσει το χέρι του στο σαγόνι και σκεφτόταν…
Είχε κάνει κλικ το μυαλό και αποθανάτισε αυτή τη στιγμή, μέσα στο τρένο,όταν πήγαινε προς το λιμάνι. Το κούτελό του ήταν κολλημένο στο τζάμι και κοιτούσε τα κτήρια, τα δέντρα και τους ανθρώπους που έμεναν πίσω. Πάντα του δημιουργούσε μια φιλοσοφική διάθεση αυτό το παιχνίδι χώρου-χρόνου. Αλλάζοντας θέση στο χώρο αλλάζεις και στο χρόνο και ξαφνικά όλα γίνονται παρελθόν. Και μετά ερωτήματα: Τι να γίνεται τώρα πίσω; Τι θα συναντήσεις μπροστά; Η τύχη ή η μοίρα τα καθορίζει όλα;
Ξαφνικά, μια φωνή πίσω του τον επανέφερε στην πεζή ροή του χρόνου-δηλαδή παίρνω το τρένο τώρα και ξέρω περίπου την ώρα άφιξης στον προορισμό μου.Τ’άλλα είναι α-νόητα ερωτήματα, που συνέχισαν μόνα τους για τον προορισμό τους και που θα τον ξανασυναντούσαν αργότερα στο πλοίο.
Ήταν μια παιδική φωνή, που όμως είχε αποδοθεί από τον εκφέροντα με ύφος μεγάλου.Είχε ένα προστακτικό-επιτιμητικό τόνο.
Γύρισε και είδε.Ένα αγόρι 10-12 χρόνων,ξανθό,ψηλό,αδύνατο,με γαλανά μάτια και μάγουλα κόκκινα απ’τη τσαντίλα.
-Γιατί μπήκες στη μέση; Γιατί είπες ότι είσαι μαζί μας;
-Δεν μπορούσα να σας αφήσω.Δεν ήξερα τι μπορούσε να σας κάνει.
-Τι να μας έκανε; Θα μας κατέβαζε κάτω. Αυτό!
Η συζήτηση γινόταν μεταξύ του αγοριού και της μάνας του, παρόντος και ενός μικρότερου μπόμπιρα 7-8 χρόνων.Τούτος ο μικρός παρέμενε σιωπηλός.Ήταν φανερό ότι μιλούσε ο αρχηγός. Και όταν μιλάει ο αρχηγός……..Φαινόταν ατάραχος σαν να μην είχε συμβεί τίποτα σπουδαίο γι’ αυτόν. Εξ άλλου ο μεγάλος του αδελφός ό,τι και να συνέβαινε ήταν ικανός να το ξεπεράσει ανώδυνα!
Η κυρία φαινόταν σοβαρή, ήταν καλοντυμένη, αλλά μάλλον φτωχικά και καθαρή, όπως και τ’αγόρια της. Έσκυψε το κεφάλι. Μάλλον είχε δίκιο ο μικρός..Αλλά δεν θα μπορούσε νά ‘ναι άλλη η αντίδραση μιας μάνας. Άδειασε ένα κουπέ και κάθισαν και οι τρεις, οι πιτσιρικάδες μαζί και η μάνα απέναντι.
Αυτό ήταν το κάδρο.Ο ξανθός, τσαντισμένος μικρός αρχηγός με το χέρι στο σαγόνι και τον αντίχειρα στο μάγουλο, σκεφτόταν. Σκεφτόταν ότι ο κόσμος του ανήκει.Δεν μπορεί κάποιος εισπράκτορας να απαιτήσει από αυτόν εισιτήριο.Οι νόμοι και οι κανονισμοί δεν χωράνε ακόμα στο μυαλό του, στο δικό του κόσμο οι όροι του παιχνιδιού καθορίζονται με συμφωνίες της στιγμής και δεν υπακούν στην τάξη, αλλά στην ελευθερία. Εξάλλου αυτόν και τους υπόλοιπους που αισθανόταν ότι αντιπροσώπευε, ποιος τους ρώτησε;
Είχε δει και άλλα τέτοια παιδιά-αλάνια. Αυτά που πηγαίνουν στο γήπεδο. Έτοιμα όπως οι Σιού για τη μάχη, αυτά που μαζεύονται τα βράδια στις πλατείες και κάνουν φιγούρες με τα ΒΜΧ, αυτά που κλέβουν το παγωτό, όχι γιατί δεν έχουν λεφτά αλλά γιατί έτσι αισθάνονται μάγκες, αυτά που ρουφάνε το τσιγάρο ρουφώντας και τα μάγουλά τους.
Άραγε αυτή η ποδηλατική ικανότητα θα μεταφραστεί κάποτε σε βιωματική ισορροπία; Αυτός ο θυμός θα γίνει λάβα; Από πηγή έμπνευσης θα φτάσουν να εμπνευστούν; Μπορούμε να ξαναγίνουμε παιδιά -όπως τότε που βάζαμε στοίχημα να πετάξουμε από τη μια όχθη του ρέματος στην άλλη με το ποδήλατο και πάντα καταλήγαμε μες το νερό- μικρά αλάνια χωρίς περιορισμούς και ελπίδες;
Με το σάκο στον ώμο και τις σκέψεις στο μυαλό έφτασε μέχρι τα εκδοτήρια των εισιτηρίων των πλοίων.
-Ένα εισιτήριο…….
Δεν πρόλαβε να αποτελειώσει τη φράση του και η αγχωμένη υπάλληλος τον ρώτησε:
-Πού πάτε κύριε;
Μια μικρή αστραπή διέσχισε τη σκέψη του.
-Για την Πάρο.
Ο έλεγχος γινόταν με την είσοδο στο πλοίο.Με μισή τιμή θα’φτανε μέχρι την Ικαρία. Βρήκε την πιο ήσυχη γωνιά και άφησε τη μικρή αποσκευή. Βγήκε έξω στο κατάστρωμα και ακούμπησε στη κουπαστή αρχίζοντας να φουμάρει και να αγναντεύει τις ακτές, μέχρι τις Φλέβες, όπως το συνήθιζε. Κατόπιν μπήκε μέσα, έβγαλε ένα μικρό δερματόδετο σημειωματάριο και άρχισε να γράφει. Αργά το βράδυ έφτασε στο νησί και ξεκίνησε με ένα ενοικιαζόμενο για το ερημητήριό του -ψηλά σ’ένα βουνό, με θέα το πέλαγος. Εκεί θα συναντούσε όλους τους φίλους και συμπαίχτες των παιδικών του χρόνων που είχε παρατημένους στο μυαλό του. Έκανε ένα διαολόκρυο και φύσαγε σφυρίζοντας, χωρίς όμως να μπορεί να διαλυθεί η ομίχλη που σερνόταν στη γη. Πέταξε το σάκο του σε μια καρέκλα, έβγαλε δυό μάλλινες κουβέρτες από το μπαούλο κι άναψε το τζάκι. Κατέβασε ένα μπουκάλι τσίπουρο, το μύρισε και ύστερα άρχισε να το γεύεται με μικρές γουλιές. Από τότε που έφτιαξε τη στέγη και άλλαξε τα πορτοπαράθυρα, η στεγανότητα που δημιουργήθηκε είχε σαν αποτέλεσμα να καπνίζει το τζάκι. Σιγά-σιγά μια κάπνα απλώθηκε ψηλά στο ταβάνι, σαν να ‘χε μπει η ομίχλη μέσα στο σπίτι. Μύριζε κιόλας!
Μια μυρωδιά όχι ξύλου, αλλά καμένης ζωής.
Λεωνίδας Βουδογιώργης
lvoudogiorgis@gmail.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.