Για κάθε ενδεχόμενο #IstoriesIkarias

Η Μαρίκα και ο Βασίλης ήταν ένα αγαπημένο ζευγάρι που πάλευε ολημερίς, όπως όλοι άλλωστε, να τα φέρουν βόλτα. Τα κατάφερναν εξίσου καλά με τους άλλους με μοναδική διαφορά πως ήταν λίγο σφιχτοί. Δεν θα έδιναν του αγγέλου τους νερό, όπως λέμε. Τα πρώτα χρόνια του γάμου, γειτόνοι και χωριανοί τους έκαναν χουνέρια και γελούσαν με την τσιγγουνιά τους. Μετά βαρέθηκαν, άφησαν το ζευγάρι στην ησυχία του και συναναστρεφόταν μεταξύ τους που ήξεραν από μοίρασμα, από κέρασμα, από πεσκέσι.

Δυστυχώς ο Βασίλης  χάθηκε νωρίς, άμε γύρευε από ποια αιτία. Τέλος πάντων. Μαζευτήκανε οι χωριανοί να ξενυχτίσουν το νεκρό. Ανάμεσά τους ο Στεφανής και ο Νικόλας, μεγάλα πειραχτήρια και γεροί πότες.

«Μωρή ‘σύ, λέει ο Στεφανής, κέρασε μας ένα κρασί να πιούμε εδανά». Η χήρα ταράχτηκε πολύ με την ιδέα πως θα ξοδέψει κάτι απ’ την κομπάνια της κι έψαξε μια δικαιολογία να πει. «Α, εν έχει πια, ησώθηκε», του απάντησε. Ο Στεφανής λοιπόν τής είπε, σχεδόν την απείλησε, πως θα υπνωτίσει το Νικόλα κι έπειτα εκείνος θα μπορέσει να βρει πού είναι κρυμμένο το πιθάρι. Η Μαρίκα πολύ φοβήθηκε αυτή την ικανότητα και σούφρωσε τα χείλια, μόνο οι υπόλοιπες που μοιρολογούσαν προσπαθούσαν να κρύψουν το χαμόγελό τους.

Ο Στεφανής έκανε πώς παρεξηγήθηκε που τον αμφισβήτησε, τράβηξε κοντά του το Νικόλα μαζί με την καρέκλα που καθόταν, άρχισε να του κάνει διάφορες χειρονομίες μπροστά στο πρόσωπο ώσπου στο τέλος, με έμφαση φώναξε «τώρα κοιμάσαι». Ο Νικόλας έκλεισε τα μάτια και με μια απότομη κίνηση άφησε το κεφάλι να γύρει στο πλάι. Σηκώθηκε αργά αργά κι ήβγε όξω να κάνει το λαγωνικό. Δεν ήταν τίποτα δύσκολο να εντοπίσει το θησαυρό. Ένα μικρό κελάρι ήταν, δεν υπήρχαν κρυψώνες. Ένα κιούπι με ελιές, μια αρμαθιά κρομμύδια, απλωμένη πατάτα και το πιθάρι.

Γύρισε στο σπίτι με μια μεγάλη μπουκάλα που βέβαια στη συνέχεια την σφούνιαξαν οι δυο τους μέχρι τελευταίο δράμι. Η Μαρίκα έκλαψε πολύ κι είπαν ύστερα οι κακές γλώσσες πως ήταν για το πιωμένο κρασί παρά για τον κύρη της. Ας είναι, η αγρύπνια πήγε καλά, η κηδεία ήταν λιτή, παιδιά δεν πρόλαβε να δει το ζευγάρι, κάτι αδελφές του Βασίλη το πήρανε βαριά, ήταν κι ο μικρότερος.

Το βράδυ ξανά πάλι στο ρημαγμένο πια σπιτικό, για συντροφιά στη χήρα, να της λένε καμιά κουβέντα να ξελογίζει η δύστυχια. Κάποια στιγμή στέγνωσε ο στόμας του Νικόλα, ούτε ένα βραστικό δεν τους είχε προσφέρει, ήξερε πως το κρασί τους περίμενε στο κελάρι και σκουντάει το Στεφανή. Η Μαρίκα ανένδοτη, του είχε αλλάξει και θέση καλού κακού, μέσα στη σκασίλα της είχε την έννοια να αδειάσει ό,τι είχε μείνει στο πιθάρι.

«’Α τον υπνωτίσω πάλι», είπε στη γειτόνισσα. «Κάμε ό,τι νομίζεις θεομπαίχτη, το ‘πιατε χτες, σου λέω» απάντησε εκείνη και φάνηκε πως άρχισε να μανίζει.

Χαμηλώνει τη φωνή τότε ο Στεφανής και της λέει κάπως συνωμοτικά, για να την τσιγκρίσει ακόμα πιο πολύ, «θες να τον υπνωτίσω και να τον αρωτήξω αν μπαινόβγαινε κάνας άντρας στο σπιτικό σου;» Ο Νικόλας αυτό δεν το άκουσε καθόλου, άκουσε όμως δυο χαστούκια να αστράφτουν στα μάγουλα του, το ένα του αυτί βούιζε δαιμονισμένα και σαν να του φάνηκε πως το σαγόνι του μετατοπίστηκε λίγο.

«Γιατί βαράς, ανάγκασμασε, ‘α με κάμεις να βλαστημήσω, μέρα που ‘ναι;».

«Θα σε δέρω αναθεματισμένε μέχρι να ξεκουμπιστείς, μην τυχόν και σε ξανακοιμήσει ο άλλος ο θεόζαβος πριν προλάβω να σας διώξω!»

Γιάννης Κέφαλος
kefalos@ikariamag.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Γιάννη Κέφαλου.