Ήταν Μεγάλη Πέμπτη. Τραπέζια, καναπέδες, πάγκοι, κάθε επίπεδη επιφάνεια του σπιτιού, ακόμα και τα κρεβάτια, ήταν σκεπασμένα με κουβέρτες. Από κάτω η ζύμη των τσουρεκιών που μοσχοβολούσε μαχλέπι και μαστίχα φούσκωνε για να πάρει τη θέση της στο φούρνο. Εντελώς πασχαλινή ατμόσφαιρα και απερίγραπτη παιδική λαχτάρα για την ανάσταση με τα φυλαχτά και τις φωτοβολίδες και τη Λαμπρή με τις σούβλες.
Μέχρι το βράδυ είχαν ψηθεί όλα, μία ντουζίνα για ‘μάς και άλλη μία ως ευγενής προσφορά που θα συνόδευε τις επισκέψεις σε συγγενικά και φιλικά σπίτια. Η μάνα και η γιαγιά ήταν κατηγορηματικές. Δεν έπρεπε να τα αγγίξει κανένας πριν την ανάσταση. Είμαστε όλοι σε νηστεία. Οι μεγάλοι εκούσια και οι μικροί σε καταναγκαστικά έργα. Αποθήκευσαν το θησαυρό στο υπνοδωμάτιό μου που είχε λίγο ελεύθερο χώρο αλλά ο λύκος που θα φυλάξει τα πρόβατα δεν έχει ακόμα γεννηθεί.
Τη Μεγάλη Παρασκευή είχα βάρδια στο σωρό μαζί με το Γάλο και το Γαλάκι. Το προσωνύμιο του φίλου προέκυψε κάποια στιγμή εκ του «Γαγλίας», ενώ ο δεύτερος απλώς το «κληρονόμησε» επειδή ήταν ο μικρότερος αδελφός. Ήθελε καλό φύλαγμα ο σωρός γιατί οι ξενοχωρίτες ήταν μεγάλα αλάνια και πολύ ραδιούργοι. Την προηγούμενη χρονιά είχαν καταφέρει να κάψουν τρεις σωρούς, μια πρωτιά που, όπως έδειξαν οι επόμενες χρονιές, δεν ξεπεράστηκε από κανέναν. Κάτι σαν ρεκόρ των Guinness δηλαδή.
Οι ώρες όμως ήταν πολλές και κυλούσαν αργά. Για να τις κάνω πιο ευχάριστες και πιο γλυκές πήγαινα ως το σπίτι, έβαζα, με κάθε μυστικότητα, ένα τσουρέκι στη μασχάλη και γύριζα στον αυλόγυρο της εκκλησίας. Αργά τη νύχτα ξύπνησα την αδελφή μου για να μας κάνει παρέα. Σηκώθηκε χωρίς γκρίνια και με ακολούθησε. Πήρε κι εκείνη μια ωραία πλεξούδα στη μασχάλη της. Η μυρωδιά ήταν τόσο έντονη που μας ακολουθούσαν οι σκύλοι του χωριού. Η πολλή ζάχαρη δε μας έβλαψε, μόνο που πίναμε νερό, ασταμάτητα.
Το ξημέρωμα του Μεγάλου Σαββάτου βρήκε τα μαζεμένα με πολύ κόπο κλαδιά άθικτα. Μάθαμε ότι είχαν κάψει το σωρό στον Άγιο και ότι στο Καραβόσταμο, στην πάνω γειτονιά, είχε πέσει ξύλο. Η λαμαρίνα δίπλα στο κρεβάτι μου ήταν εντελώς άδεια και το απόγευμα που η γιαγιά το πήρε χαμπάρι έβαλε υστερικές φωνές. Της είπα πως τα έφαγαν οι καλικάντζαροι που ξόμειναν από των Φώτων αλλά αυτό δεν την ηρέμησε καθόλου, ούτε καν χαμογέλασε. Η έννοια της ήταν πως δεν προλάβαιναν να φτιάξουν άλλα. Για να μας τιμωρήσει μας απαγόρευσε τα κουλουράκια για όλη τη Λαμπροβδομάδα. Νόμιζε πως θα έδειχνε αυστηρή που μας στερούσε τη λιχουδιά για τόσες πολλές μέρες αλλά ήμαστε τόσοι μπουχτισμένα που δε θα τα τρώγαμε ακόμα κι αν μας τα έβαζε στο στόμα.
Γιάννης Κέφαλος
kefalos@ikariamag.gr
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Γιάννη Κέφαλου.
ΣΧΕΤΙΚΑ:
- Δεύτε λάβετε φως ή… η τέχνη των «φυλαχτών»
- Κατωτινοί - Πανωτικοί: το σκορ είναι ανοιχτό