Κάτι το αμπέλι, κάτι τα ποτίσματα στον κήπο, δεν προλαβαίνω να κάνω και πολλά. Σήμερα λοιπόν, αφού τα έβαλα στη σειρά από το χάραμα, σκέφτηκα να κάνω μια βόλτα στα Θέρμα να δω μερικούς φίλους. Έφτασα μεσημέρι για μια κρύα μπύρα, είχα και περιέργεια να δω τι κόσμος ζάλει, ποιοτικά και ποσοτικά.
Απελπίστηκα. Η παραλία ήταν γεμάτη κόσμο αλλά μέσα στο νερό δεν υπήρχε ούτε ένα φλαμίνγκο. Κοντοστάθηκα, έπιασα κουβέντα, χαιρέτησα ακόμη μερικούς γνωστούς. Το μάτι όμως δεν έφευγε από την παραλία. Προσπαθούσα να εντοπίσω κάτι φουσκωτό και ροζ, ήμουν σίγουρος ότι υπήρχε και απλώς βρισκόταν έξω από το οπτικό μου πεδίο. Τίποτα όμως.
Να μην τα πολυλογώ, κάθισα για την μπύρα. Τελικά έγιναν τρείς αλλά αυτό συμβαίνει συχνά. Ζήτησα από το φίλο – ιδιοκτήτη – επιχειρηματία να μου δείξει πού έχει το κουτί παραπόνων. Του γκρινιάζω συχνά, μεταξύ αστείου και σοβαρού, και μου απάντησε ότι για μένα δεν υπάρχει κανένα κουτί.
«Γιατί δεν έχετε φλαμίνγκο», ρώτησα, «θέλω να διαμαρτυρηθώ. Στο Φάρο έχουμε γεμίσει».
«Τι φλαμίνγκο», ρωτάει με τη σειρά του, «αφού το εμπόριο άγριων ζώων απαγορεύεται».
«Είσαι πίσω του κόσμου», απαντάω. Αυτή είναι μια φράση που επαναλάμβανε η γιαγιά μου με κάθε αφορμή κι εγώ την λατρεύω. Από τη μια γιατί μου την θυμίζει και από την άλλη είναι τόσο χαρακτηριστική που ο συνομιλητής αντιλαμβάνεται αμέσως ότι έχει χάσει επεισόδια που καθόλου δε θα έπρεπε.
Ήμουν πολύ ικανοποιημένος που τον είχα πιάσει αδιάβαστο. Ένας τρίτος που παρακολουθούσε την κουβέντα επενέβηκε καταλυτικά:
«Δεν απαγορεύεται ρε. Ένας γνωστός στην Αθήνα, έχει μια μεγάλη κωλοσταυρίδα σε γυάλινο κλουβί με λάμπα».
Τρία τραπέζια πιο πέρα ο -έχω τ’ αυτιά μου παντού- παρότρυνε τον ιδιοκτήτη να πάει στο Πέζι να πιάσει ένα. Όλα τα κεφάλια γύρισαν προς το μέρος του και καταμεσής στο κούτελό τους, εκεί στο δόξα πατρί, είχαν φυτρωμένο από ένα μεγάλο θαυμαστικό.
«Πόσο μαλάκας είσαι ρε; Έχει στο Πέζι φλαμίνγκο;»
«Είστε αγαθοί, ρε, κατεβαίνουν στο Φράγμα το χειμώνα», απάντησε εκείνος αρκετά προσβεβλημένος. Προσπάθησαν να τον πείσουν, η παρέα μετρούσε πλέον οκτώ άτομα, ότι στη Νικαριά δεν έχει φοινικόπτερα (φλαμίνγκο). Εκείνος επέμενε πως τα έχει δει πολλές φορές και δε γίνεται να τα μπέρδεψε με κάτι άλλο γιατί ξεχωρίζουν από το χρώμα τους.
Ο ένατος που ξετρύπωσε από το πουθενά ήταν πιο διαβασμένος και είπε πως το ψηλόλιγνο πουλί στοιχίζει πενήντα ευρώ. Οι υπόλοιποι έκαναν «ααα». Ο τύπος με το νούμερο πέντε, έτσι για να μη λέμε ονόματα, αναρωτήθηκε δυνατά τι να θέλει το φλαμίνγκο για φαΐ. Ο ένας ασυναίσθητα κοίταξε το μπολ με τα πατατάκια του κι ο νούμερο τέσσερα τη σαρδέλα από το μεζέ.
Δίπλα καθόταν μια παρέα κοριτσιών, ξενομερίτισσες, που απολάμβαναν τον καφέ τους και φυσικά που άκουγαν, άκουγαν και απορούσαν. Πώς γίνεται κάποιοι να α-γνοούν το πιο λατρεμένο φετίχ του φετινού καλοκαιριού και πώς γίνεται να χτίζουν μια ολόκληρη συζήτηση πάνω σ’ αυτό που δεν ξέρουν. Η νούμερο δύο πληκτρολόγησε «ikaria#denyparxeis». Αυτό δεν το είδα, το υπέθεσα.
Κατά τα άλλα, η ζωή κυλούσε όμορφα και καλοκαιρινά. Όλα έδειχναν οικεία και τετριμμένα στο μικρό γραφικό κόλπο των Θερμών. Ένας ψαράς λέντιζε τα δίχτυα του στο μόλο, όμορφα ηλιοκαμένα παιδιά ακροπατούσαν στο καυτό τσιμέντο και βουτούσαν στο νερό. Η βενζίνα ερχόταν από τον Άγιο και οι λουόμενοι βάδιζαν νωχελικά προς τη Σπηλιά. Απογοήτευση! Ούτε ένας τύπος να βγάζει μια σέλφι. Ούτε ένα μπαλάκι να βασανίζεται ανάμεσα στις ρακέτες του. Ούτε ένα ηχείο να τρίζει κρεμασμένο στην καλαμωτή.
Κίνησα να φύγω. Λίγο πριν βγω στην πλατεία ένας νεαρός ζητούσε απεγνωσμένα τον κωδικό κι ο καφετζής του έδειξε ένα χαρτόνι στο τζάμι: «ikaria1912agapwikariwtiko2275025000swstetavounaapotakatsikia»
Η ισορροπία αποκαταστάθηκε κι έτσι ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Γιάννης Κέφαλος
kefalos@ikariamag.gr
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Γιάννη Κέφαλου.
*Ζάλω: κινούμαι, τριγυρίζω
Κωλοσταυρίδα: μικρή σαύρα
Ξενομερίτης: ο καταγόμενος από άλλο τόπο, ο μη Ικάριος
Λεντίζω: καθαρίζω, ξεμπλέκω τα δίχτυα