-Τα καλά μου, ναι να φορέσω τα καλά μου, ωστόσο θα πρέπει να χωρέσουν και τα φτερά μου! Τέτοιες σκέψεις έκανε πριν ξεκινήσει μια ελεύθερη πτήση. Ντύθηκε λιτά και άνετα, ξεκρέμασε τα φτερά του από τον τοίχο, τα έστρωσε όμορφα στους ώμους του και αφού τα έδεσε και τα εφάρμοσε δυνατά πάνω του, πήρε φόρα, έτρεξε με δύναμη στον αεροδιάδρομο και μ’ ένα δυνατό φτερούγισμα βρέθηκε στον αέρα! Τσίουου…
Ο προορισμός είχε από καιρό σχεδιαστεί, απλά δεν ήξερε πώς να προσεγγίσει το όλο θέμα. Μ’ έναν κατακόρυφο ελιγμό, ένα «αεροπλανικό», δυο-τρεις στροβιλισμούς και κάνα δυο απότομα φρεναρίσματα προσγειώθηκε στην ωραία Αρέθουσα, Ικαρίας, στον προαύλιο χώρο της Αγίας Μαρίνας. Από την εκκλησία του χωριού έβλεπε τα πάντα. Έβλεπε και τον καφενέ του Αντώνη, όπου κάτω από τον αιωνόβιο και σκιερό πλάτανο είχε μαζευτεί ένα παρεάκι.
Καλοκαίρι, Αύγουστος του ‘79. Ντάλα μεσημέρι, ηλιοψημένοι και ξέγνοιαστοι χαιρόντουσαν τις σχολικές τους διακοπές, τα ανέμελα χρόνια… Ο Γιώργος και η Αννίτα, ο Σωτήρης και ο Θανάσης, η Μαίρη και ο Στέλιος, η Βίκυ και η Στέλλα, ο Νίκος και η Ρένα, η Θάλεια, ο Άρης, ο Νίκος και η Βαγγελιώ, ο Στράτος και ο Κώστας, η Μαρία. Αδέρφια, ξαδέλφια, φίλοι και κολλητοί πάνω απ’ όλα. Στα χρόνια της αθωότητας, στα ωραία. Το παρεάκι έριχνε ζάρια για να δουν ποιος θα πάει ποιον. Φωνές και κακό, τσιρίζαν μέσα στο μεσημέρι. –Εσύ με τον Θανάση και εσύ με τον Στέλιο…!!!
-Στάκαμαν! Στάσου ακίνητος με ψηλά τα χέρια! ακούστηκε από την μεριά του Πορτελάτου. Το παιχνίδι είχε αρχίσει. H έναρξη του παιχνιδιού έμοιαζε πολύ με το κρυφτό. Ξεκινούσε με το σφύριγμα μιας σφυρίχτρας και μέσα στο επόμενο δεκάλεπτο οι δυο ομάδες φρόντιζαν να σκορπιστούν μέσα στο χωριό και καμμιά φορά και πιο πέρα από τα στενά όρια του χωριού. Όλοι παραμόνευαν όλους. Όποιος εντόπιζε τον εχθρό και έλεγε πρώτος στον άλλον «στάκαμαν» τον είχε στακαμανίσει, κοινώς τον «είχε» και τον αιχμαλώτιζε.
Αυτά έβλεπε το πετούμενο και έτριβε τα χέρια του με ευχαρίστηση. Διέκρινε κάτι κρυφές ντροπαλές ματιές, κάτι τρυφερά και άγαρμπα ακουμπίσματα, κάτι τυχαία σπρωξίματα, που προοιώνιζαν ζητήματα καρδιάς και παιχνίδια άγουρου έρωτα.
Κάτι κρυφοέρωτες έπαιζαν τότε μέσα στην παρέα. Ορισμένοι εκδηλώθηκαν στην πορεία, στην ώριμη εφηβεία ας πούμε. Κάποιοι άλλοι έμειναν στα χαρακώματα του παιχνιδιού, ανέλπιδα. Πώς να ευδοκιμήσει ο σπόρος άλλωστε…; Κάτι σαν τους αγριεμένους έρωτες, ποιος θα καταλάβει το χώρου του άλλου και ποιος θα αιχμαλωτίσει ποιον πρώτος; Κάπως έτσι περνούσαν τα αυγουστιάτικα μεσημέρια, παίζοντας κρυφτό και στάκαμαν στο χωριό. Άγουροι έρωτες και παιχνίδια με όρια και κανόνες.
-Στέλλα, Βίκυ, Γιώργο, Αννίτα, μαζευτείτεεε! Ακούστηκε η φωνή της γιαγιάς Στέλλας. Οι φωνές της αποτελούσαν και τη λήξη του παιχνιδιού, χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Το πετούμενο με μια δρασκελιά σκαρφάλωσε πιο ψηλά για να κάνει χάζι τη γιαγιά με το γνωστό ταπεραμέντο της, αλλά είχε ήδη νυχτώσει και το φως της μέρας είχε χαθεί. Μην έχοντας άλλο πεδίο δράσης, στυλώθηκε στα πόδια του, έστρωσε τα φτερά του, αναπήδησε μια δυο φορές και βρέθηκε πάλι στον αέρα, ψηλά στον Αθέρα…
Στέλλα Κυριακού
thejackalsk@gmail.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Στέλλας Κυριακού.