Το ξυπνητήρι χτυπά με τον ίδιο μονότονο ρυθμό. Όποια μελωδία κι αν διαλέξω, τη στιγμή της έγερσης είναι πάντα αποκρουστική. Είναι φορές που μου λείπει το παλιό μου ρολόι. Εκείνο που μου είχε χαρίσει ένας θείος λησμονημένος. Η ιστορία για την οποία δεν μιλάει κανείς τον έστειλε πέρα μακριά, πέρα από τη σιδερένια κουρτίνα, σε χώρα που δεν υπάρχει πια. Ρολόι με καμπανάκια δύο, που όταν λειτουργούσε ακουγόταν σε όλο το σπίτι και όταν σε καλούσε να ξυπνήσεις, ξυπνούσε μαζί όλη η πολυκατοικία. Εκείνο τουλάχιστον το εκσφενδόνιζα κατά βούληση, χωρίς ενδοιασμούς. Έφυγε ο θείος , έφυγε και το ρολόι. Τέλος εποχής…; Τώρα σε αυτό το κινητό πρέπει να φέρομαι με τρόπο ακόμα πιο τρυφερό απ’ όσο θα φερόμουν στις όμορφες υπάρξεις της σκανδιναβικής χώρας που αντιπροσωπεύει.
Και όλα αυτά σε μία γειτονιά όπου η καλημέρα μπάρκαρε για άλλους τόπους. Υπάρχει αυτός ο πίνακας ζωγραφικής κρεμασμένος στην πλειονότητα των προσώπων που σε βάζει κατευθείαν μέσα στο ανάλογο κλίμα. Τα χρώματά του μουντά, αλλά με διαφορετική ονομασία. Άγχος, θυμός, βιασύνη, κατήφεια, μοναξιά. Το μάτι πλέον έχει εξοικειωθεί όταν τον βλέπει. Η αντιπάθεια μου όμως απέναντι σε αυτόν που τον φιλοτέχνησε δεν πρόκειται να σβήσει ποτέ. Ενίοτε συλλαμβάνω τον εαυτό μου να γίνεται κοινωνός του πίνακα. Δεν ανησυχώ, γιατί φέρομαι ανάλογα. Στον εαυτό μου, όχι στον πίνακα. Αυτό το έργο “τέχνης” δεν το ακουμπάς με τόση ευκολία. Αν τείνεις το χέρι σου θα σε απορροφήσει. Αν αποφασίσεις να το αλλάξεις, δεν μπορείς ούτε στα όνειρα σου. Είναι ασπρόμαυρα λένε. Ας το κάνω στη ζωή λοιπόν, όσο είναι καιρός και όπου βγει.
Στο Τραγοστάσι εδώ και καιρό ο πρωινός καφές. Ο πίνακας αλλιώς, οι σκέψεις μου παντού και εσύ δεν λες να μ’ αφήσεις…Βικτώρια.
Γιάννης Κουτελίδας