Πήγε αργά, πολύ αργά. Όχι, ρε πούστη. Αφού η πόρτα είναι κλειστή πώς μπήκε στα ύπουλα πάλι η ησυχία. Λογαριάζει πως θα της ξεφύγω, να μη μείνω μόνος μου απόψε. Τώρα την έχω άσκημα, με καθυστέρησαν οι παίχτες που τόση ώρα παίζουν χαρτιά. Ας μην αρχίσω να πανικοβάλλομαι, μη με πιάσει τρόμος τώρα που και η σκέψη σίμωσε στον καφενέ. Με κοιτά μ’ αυτό το μειδίαμα και την ειρωνεία από το διπλανό τραπέζι. Θα προσπαθήσω να την κεράσω ένα κονιάκ μήπως και μεθύσει και την βγάλω έξω από το καφενείο, μακριά μου τουλάχιστον για ακόμα μία μέρα. Το κονιάκ εξαφανίστηκε και χίμηξε επάνω μου σαν λάγνα γυναίκα. Η πόρτα κόντεψε να σπάσει από τον χτύπο, άνοιξε βίαια και μπήκε μέσα το τώρα, το πριν και το αύριο. Θέλουν ν’ ακούσουν την απελπισία μου στο τραγούδι της αυγής.
Έτσι ξαφνικά, αραιά και πού, έρχεται απρόσμενα η σκέψη μου και με κατακλύζει. Δεν είναι όμως μια αλλεργία της άνοιξης, είναι μια κρίση επιθυμίας. Ζορίζω το σώμα και το νου μου να είναι συνέχεια σε κίνηση. Μετακίνηση, ακροβολισμός, διακτινισμός σαν λαγού περπατησιά, σαν πουλιού γληγοροσύνη από τη γεωμετρική συμμετρία της πέτρας στα δροσερά αυλάκια του δίσκου. Από το σκαμμένο χώμα στις πρώτες σταγόνες βροχής. Στην ικανοποίηση του ζώου που κρύβομαι, σε ανιαρές συζητήσεις, από την ιερή πόση ιδρώτα ξένου σώματος σε αλκοολικές αποκρίσεις.
Δεν έχoυν τέλος η μέρα και η νύχτα. Δε σταματώ, σα βίδα, σα γρανάζι περπατώ στον παγετώνα του κόσμου. Και μεσημέρι περπατώ. Κινούμαι τη νύχτα σαν κορυδαλλός, σα θήραμα που σιγοπατά το χιόνι να μη με βρουν οι κυνηγοί που κυνηγούν καρδιές, ζεστές στο αίμα.
Ξεγελώ τους ιχνηλάτες και τα μελάνια των χαρτιών.
Μα να! Λίγο έκατσα παραπάνω κι ήρθε να πάρει το θήραμά του ο πιο σκληρός κυνηγός.
Καληνύχτα σας τώρα. Η σκέψη μυρίζει το πετσί μου και διαλέγει τη σωστή δαγκωματιά. Γεια σου εγωισμέ, αν γιάνω, θα τα ξαναπούμε.
Βαρήκοος
και δεν αλλάζω τα ηχεία μου