ikariamag | ελεύθερες πτήσεις - του Βαρήκοου

του Βαρήκοου

Πήγε αργά, πολύ αργά. Όχι, ρε πούστη. Αφού η πόρτα είναι κλειστή πώς μπήκε στα ύπουλα πάλι η ησυχία. Λογαριάζει πως θα της ξεφύγω, να μη μείνω μόνος μου απόψε. Τώρα την έχω άσκημα, με καθυστέρησαν οι παίχτες που τόση ώρα παίζουν χαρτιά. Ας μην αρχίσω να πανικοβάλλομαι, μη με πιάσει τρόμος τώρα που και η σκέψη σίμωσε στον καφενέ. Με κοιτά μ’ αυτό το μειδίαμα και την ειρωνεία από το διπλανό τραπέζι. Θα προσπαθήσω να την κεράσω ένα κονιάκ μήπως και μεθύσει και την βγάλω έξω από το καφενείο, μακριά μου τουλάχιστον για ακόμα μία μέρα. Το κονιάκ εξαφανίστηκε και χίμηξε επάνω μου σαν λάγνα γυναίκα. Η πόρτα κόντεψε να σπάσει από τον χτύπο, άνοιξε βίαια και μπήκε μέσα το τώρα, το πριν και το αύριο. Θέλουν ν’ ακούσουν την απελπισία μου στο τραγούδι της αυγής.

Ένα χωριό στον κόσμο είμαστε, για φαντάσου, ένας ποιητής διάλεξε να αρχίζει το ψευδώνυμό του με το πρώτο γράμμα που ξεκινάει κι εκείνο της έρημης χώρας μας.