Το καΐσι είναι το βερίκοκο, Prunus armeniaca, που παναπεί ''αρμένικο δαμάσκηνο'' αλλά δεν είναι ούτε δαμάσκηνο ούτε αρμένικο. Το Ικαριώτικο καΐσι έχει γλυκό, εδώδιμο κουκούτσι, σαν αμύγδαλο. Η φύση φροντίζει τα κουκούτσια να είναι πικρά, για να μην τα τρώνε οι άνθρωποι ή τα ζώα και έτσι τα φυτά να πολλαπλασιάζονται.
Η Σουσάνα, που λες, ήτανε μια αιθέρια ύπαρξη που έζησε στο νου ενός συμπατριώτη μας από την Πλαγιά τον περασμένο αιώνα. Σαν γιόρταζε κανείς άγιος, ο εμπνευστής της την κουβαλούσε πηγαίνοντας με τα πόδια στο πανηγύρι, την κουβαλούσε και τη γνώριζε στους συμπατριώτες του. Αργότερα την έμαθαν όλοι, την αγάπησαν κι αποζητούσαν με λαχτάρα να την ξαναδούν.
Ήταν ένα τάμα των παιδικών μου χρόνων. Εντυπωσιασμένος από την Καριώτισσα μάνα, που στο παιδικό μου μυαλό φάνταζε σαν ηρωΐδα και αγία μαζί, ήθελα πάντα να γράψω κάτι γι' αυτήν, κάτι σαν ύμνο, δείγμα ελάχιστο του θαυμασμού και της αγάπης που ένιωθα. Και να που το τάμα αυτό έμελλε να το εκπληρώσω σήμερα, σε μιαν ηλικία που ο συναισθηματισμός, η αναπόληση και η νοσταλγία ομορφαίνουν, αλλά ταυτόχρονα και καταδυναστεύουν τη ζωή μας.
Από τους όρους που χαρακτηρίζουν τη μεγαλύτερη γιορτή του χριστιανισμού, το Πάσχα – Πασχαλιά, Λαμπρή, Πρώτη Ανάσταση, Ανάσταση, Αγάπη, επιλέγω τον όρο Λαμπρή, ο οποίος επικρατεί στην Ικαρία και, πέρα από το θεολογικό περιεχόμενο της Ανάστασης του Χριστού, σηματοδοτεί τα σύμβολα που συνδέονται με την γιορτή.
Τὸ καλοκαίρι τοῦ 2011 ταξίδεψα γιὰ λίγες μέρες στὸ πάτριον ἔδαφος τῆς Ἰκαρίας, ἔπειτα ἀπὸ ἀπουσία 23 ἐτῶν. Σὲ μιὰ ἐπίσκεψη μὲ τὸν ἀδελφό μου στὸ Χριστὸ Ραχῶν καὶ εὑρισκομένου μου σὲ φιλικὴ ὁμήγυρη, κάπως μπῆκε στὴ συζήτηση τὸ θέμα τοῦ συνηθέστατου στὴν Ἰκαρία ὀνόματος «Ἀληθινή». Κάποια κυρία, ποὺ ἂν θυμᾶμαι καλὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο βαπτιστικά της ὀνόματα ἦταν Ἀληθινή, μᾶς εἶπε ὅτι ἐνῶ βρισκόταν στὴν Κάρπαθο εἶχε πληροφορηθεῖ πὼς ὑπάρχουν κι ἐκεῖ Ἀληθινὲς καὶ πὼς ὑπάρχει στὴν Πάτρα εἰκόνα τῆς Παναγίας Ἀληθινῆς.
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας ήταν στρατιωτικός γιατρός και λογοτέχνης. Ταξίδευε ανά την Ελλάδα, γνωρίζοντας ανθρώπους, τόπους και παραδόσεις. Κι ύστερα έγραφε διηγήματα και μυθιστορήματα, της στεριάς και της «πλώρης», αποδίδοντας τον πλούτο του υλικού του και της ψυχής του, με λόγο απλό και κατανοητό .
Στο διήγημά του : «Ημέραι της Γριάς»,
Ανάμεσα στα πνιγμένα στην φυσική χλωρίδα σοκάκια της Ικαρίας, ξετρυπώνει κανείς και το Λαογραφικό της Μουσείο. Σ’ έναν κόσμο χαμένο στην τεχνολογία και τους αυτοματισμούς, ο επισκέπτης μπορεί να βρει από την είσοδό του ακόμη στην αυλή του Μουσείου, δείγματα της εφευρετικότητας των Ικαριωτών που σε κάνουν να θαυμάζεις την όρεξη και την εξυπνάδα που εξέφραζαν με τις κατασκευές τους, με πολλές να φτάνουν ακόμη και εκατοντάδες χρόνια πριν.