Σε μια εντυπωσιακή αίθουσα, του Μουσείου Κορέρ στη Βενετία, με διάκοσμο των αρχών του 19ου αιώνα, επιβάλλεται η γλυπτική σύνθεση, "Δαίδαλος και Ίκαρος", του μεγάλου Ιταλού καλλιτέχνη Antonio Canova. Στο πρώιμο αυτό του έργο (1777-79) ο γλύπτης καταφέρνει να ισορροπήσει με πρωτοπόρο ύφος την παρακμή με τη εξιδανίκευση, τον ώριμο ρεαλισμό με την ονειροπόλο μέθη, έτσι όπως ισορροπούν στην κουρασμένη μορφή του Δαιδάλου και στο ανέμελο της νιότης του Ικάρου.
Ούτε ο Ίκαρος ήξερε, όταν γλίτωσε απ’ τον λαβύρινθο πετώντας μαζί με τον πατέρα του ψηλά προς τον ήλιο, πως αγνάντευε για τελευταία φορά τον κόσμο, τα βουνά, και τις κοιλάδες, πως δεν θα ξανάγγιζε το νερό, τη γη, τη φωτιά, το φως του ήλιου. Γι’ αυτό, κουνώντας τις φτερούγες που ήταν στερεωμένες με κερί στο κορμί του, ανέβηκε όσο μπορούσε πιο ψηλά στον ουρανό.
Τον συνάντησα αναπάντεχα, στο αρχαιολογικό μουσείο της παλιάς πόλης του Αμμάν, στο Citadel, στην Ιορδανία. Περπατούσα στις λιγοστές, μικρές αίθουσες του μουσείου, με βήμα αργό και βαρύ, καθώς η ξενάγηση που είχε προηγηθεί κάτω από τον καυτό ήλιο μας είχε κουράσει όλους – όλη η παρέα γύριζε στα δωμάτια με μια αίσθηση «αγγαρείας», να ρίξουμε μια γρήγορη ματιά για να μην πούμε ότι φτάσαμε μέχρι εκεί και φύγαμε άπραγοι...
Η Αουρόρα Λούκε (Αλμερία, 1962) έζησε τα παιδικά της χρόνια στην Αλπουχάρα της Γρανάδα. Έχει εργαστεί ως καθηγήτρια Αρχαίων Ελληνικών, αρθρογράφος και διευθύντρια του πολιτιστικού κέντρου της γενιάς του '27 στη Μάλαγα. Μεταξύ των ποιητικών της έργων ξεχωρίζουν τα Problemas de doblaje, Carpe noctem, Transitoria, Camaradas de Icaro. Έχει μεταφράσει Μελέαγρο, Σαπφώ, Κάτουλο, Μαρία Λαϊνά (σε συνεργασία), Λουίζ Λαμπέ και Ρενέ Βιβιέν.