Καλούσε κάθε Τετάρτη βράδυ για να μιλήσει σε έναν άγνωστο, με περίεργη προφορά. «Μάλλον Ισπανός, Ιταλός, ή Έλληνας θα είναι» σκέφτηκε, αλλά δεν τον ένοιαζε καθόλου. Ποτέ δεν ρώτησε πώς και γιατί ήμουν εκεί.
Αυτό που έτρωγε μέσα του τον Μάικλ ήταν η επιθυμία του να γίνει γυναίκα. «Είμαι μία παγιδευμένη ψυχή στο σώμα ενός άνδρα» έλεγε με τη χαμηλή, σχεδόν ψιθυριστή φωνή του στο τηλέφωνο και τον άκουγα για μερικά λεπτά κάθε Τετάρτη να προσπαθεί να βγάλει το σαράκι που τον βασάνιζε.
«Με βασανίζει που είμαι διαφορετικός. Ή που θα ήθελα να είμαι διαφορετικός» μου εκμυστηρευόταν, «…θέλω να γυρίσω μια μέρα στη δουλειά μου ως γυναίκα και κανείς να μην με κοιτάξει υποτιμητικά. Δεν αντέχω την κριτική».
Ποτέ μου δεν έμαθα αν τελικά πήρε την απόφαση να αλλάξει φύλο. Ποτέ μου δεν προσπάθησα να τον συμβουλέψω. Απλώς τον άκουγα και αυτό, νομίζω, του έκανε καλό. Τον ηρεμούσε.
Ήμουν μέλος μίας ομάδας φοιτητών στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης που είχε παρακολουθήσει ένα πρόγραμμα για "Ισότιμης παροχής συμβουλών" (Peer Counseling) υπό την καθοδήγηση έμπειρων καθηγητών του Τμήματος Ψυχολογίας. Η εκπαίδευσή μας ήταν σοβαρή και μεθοδική, διδάσκοντάς μας το πώς αντιδρούμε σε καταστάσεις κρίσης και ψυχολογικής πίεσης άλλων συμφοιτητών μας.
Κανείς δεν ήξερε ποιοι και πότε δουλεύαμε σε αυτό το κέντρο ψυχολογικής υποστήριξης. Ούτε ο συγκάτοικός μας. Μόνο τότε θα μπορούσε ακόμα και αυτός να καλέσει στη γραμμή υποστήριξης και να μιλήσει με έναν άγνωστο που δεν θα τον έκρινε με βάση το παρελθόν ή δεν θα έμπαινε στον πειρασμό να δώσει συμβουλές. Κολλούσαμε αυτοκόλλητα με τον αριθμό της γραμμής υποστήριξης στο πίσω μέρος της πόρτας των αποχωρητηρίων, γιατί μόνο εκεί όσοι το χρειάζονταν θα το σημείωναν χωρίς να τους αντιληφθούν οι φίλοι τους.
«Μην παρέχετε συμβουλές και μην προσπαθείτε να διαγνώσετε πάθηση» μας έλεγαν οι καθηγητές «γιατί έτσι γίνονται πιο αδύναμοι και αφήνονται στην καθοδήγηση τρίτων». Έπρεπε να τους ακούμε, να συμπάσχουμε και να παραφράζουμε προσεκτικά αυτά που μας έλεγαν, ώστε να τ’ ακούν από έναν τρίτο και να αποφασίζουν οι ίδιοι πώς θα λύσουν ό,τι τους απασχολούσε.
Τα θυμήθηκα όλα αυτά τώρα που ακούω πολλούς να αντιμετωπίζουν διαφόρων ειδών προβλήματα.
Ο κόσμος δεν περιμένει πλέον απαντήσεις. Τις εξάντλησε. Νιώθει ήδη άδειος από ιδέες, σκέψεις, κίνητρο, ελπίδα. Ακούει πλούσιους μεγαλοβαρώνους των media και μεγαλοδημοσιογράφους να φωνάζουν από τα ερτζιανά «Ψηλά το Κεφάλι» και να τους ωθούν σε επανάσταση. Τι θράσος! Τι ειρωνεία!
Ο κόσμος θέλει τώρα να μιλήσει. Να ξεσπάσει. Να κλάψει στον ώμο αγνώστων. Ο κόσμος θέλει να βγάλει τον καημό του, όπως αυτό το σαράκι που έτρωγε τον Μάικλ της Τετάρτης.
Και επειδή, μόνο ο ένας τον άλλον έχουμε ... ο κόσμος για να ακουστεί, πρέπει πρώτα ν’ ακούσει. Να αποδεχτεί τη διαφορετικότητά του άλλου. Να ανοίξει αυτιά, καρδιά και φτερά ώστε να μπορέσει επιτέλους να πετάξει.
Ίσως σήμερα, μέσα στην οικονομική κρίση, αυτό να είναι το καλύτερο φάρμακο.
Σταύρος Παπακωνσταντινίδης
stapap@gmail.com