φωτογραφία: Βασίλης Δουρής
Στα χωριά του Πάπα δεν είχα πάει ποτέ μικρός, διότι τότε δεν υπήρχε τρόπος να πας άλλος παρά μόνο δια θαλάσσης. Θυμάμαι βέβαια μια εποχή, το 1977 μάλλον, που το «Μιαούλης» έκανε μια απίστευτη εικοσιτετράωρη διαδρομή Τζια-Σύρο-Τήνο-Μύκονο-Καρκινάγρι-Αρμενιστή-Εύδηλο-Άγιο-Φούρνους-Καρλόβασι-Βαθύ. Από κει πρέπει να είναι η πρώτη εικόνα που θυμάμαι από το Καρκινάγρι, όπως φαίνεται από τη θάλασσα. Θυμάμαι τις βάρκες που ερχόντουσαν να παραλάβουν τους επιβάτες (δεν υπήρχε προβλήτα, βέβαια) και παρέλαβαν μεταξύ άλλων και μία κατσίκα ζωντανή. Αναδρομικά προσπαθώ να καταλάβω γιατί έκανε τη διαδρομή Πειραιά-Καρκινάγρι η κατσίκα, αλλά ίσως τότε να μην ήταν τριάντα χιλιάδες τα κατσίκια της Ικαρίας και ο πληθυσμός τους να χρειαζόταν ενίσχυση, δεν ξέρεις ποτέ. Άλλα χρόνια εκείνα...
Η άγνοιά μου για τα Δυτικά συνεχίστηκε για καιρό• θυμάμαι μετά την πρωτοχρονιά του 1986 να συναντάω απρόσμενα στο λιμάνι του Αγίου μια κοπέλα που ήξερα από την Αθήνα, και όταν τη ρώτησα πώς βρέθηκε τέτοια εποχή στο νησί, μου είπε ότι τη φιλοξενούσε μια φίλη της καριωτίνα στο Αμάλου ή στον Κάλαμο. Προς μεγάλη μου αμηχανία δεν ήξερα να τοποθετήσω τα μέρη αυτά στο χάρτη• η κοπέλα με προσανατόλισε λέγοντάς μου ότι πήγαν και σε ένα «μεγάααααλο» χωριό λίγο πιο πέρα: στο Καρκινάγρι. Κάπως έτσι ανακάλυψα ότι υπάρχει ζωή πιο δυτικά από τις Ράχες (και μάλιστα χειμώνα). Το γεγονός με εντυπωσίασε τόσο που το ανέφερα στους γονείς μου ως αξιοπερίεργο: «ε, ναι», μου είπαν, «οι Παπιστάνοι». Η λέξη ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακή, δεν την είχα ξανακούσει ως τότε. Η μάνα μου θυμήθηκε και μια (σκωπτική, μάλλον) ρίβα:
Παπιστάνα, Παπιστάνα, με τα δώδεκα φουστάνια
Το ‘να βγαζεις, τ’ άλλο βάζεις, πάλι Παπιστάνα μοιάζεις.
Δεν ήξερα πως μοιάζουν οι Παπιστάνοι, μέχρι που λίγους μήνες αργότερα, μια συμφοιτήτριά μου δήλωσε ότι θα πήγαινε με τον καλό της μια βδομάδα διακοπές στην Ικαρία. Της είπα να έρθει να με βρει: αν και δεν είχαμε τηλέφωνο σπίτι, ούτε υπήρχαν κινητά, μπορούσε απλώς να ρωτήσει στο περίπτερο ή στο καφενείο, θα με έβρισκε σίγουρα. Μου το υποσχέθηκε, αλλά το καλοκαίρι πέρασε χωρίς να δώσει σήμα. Την ξαναβρήκα το Σεπτέβρη, ενθουσιασμένη από την Ικαριακή εμπειρία, αλλά «ούτε περίπτερο είχε, ούτε στο καφενείο σε ήξερε κανείς». Ρώτησα απορημένος πού ακριβώς ήταν• κατάλαβα ότι βρέθηκαν στο Καρκινάγρι επειδή πήρανε το «Ίκαρος» μια Δευτέρα. Το «Ίκαρος» τις Δευτέρες έκανε μια στάση στο Καρκινάγρι καθ’ οδόν για τον Άγιο• την άλλη Δευτέρα το ξαναπήρανε για πίσω.
- Δυσκολευτήκαμε βέβαια, γιατί δε μας άφηναν να φύγουμε οι ντόπιοι, σκοτώθηκαν ποιος θα μας πρωτοφιλοξενήσει και μετά παρεξηγήθηκαν που έπρεπε να φύγουμε. Πάντως περάσαμε καταπληκτικά, τι απίστευτοι άνθρωποι είναι αυτοί;
Εμένα πάλι μου πήρε σχεδόν μια δεκαετία ακόμα να φτάσω εκεί οδικώς. Έκτοτε όμως κάνω σχεδόν ανελλιπώς το δρομολόγιο τα καλοκαίρια, συχνά πηγαίνοντας από τον ορεινό δρόμο και επιστρέφοντας από τον (κατ’ επίφασιν) παραλιακό. Κουβαλάω μαζί και τους φίλους που φιλοξενώ κατά καιρούς• επειδή δεν αρέσει σε όλους, παραφράζοντας τον Καβάφη τους λέω ότι «κι αν φτωχικό τον βρεις, ο Πάπας δε σε γέλασε...σου ‘δωσε το ωραίο ταξίδι». Συνήθως πιάνει το επιχείρημα.
Πέρσι βρέθηκα με μια φίλη και τη φίλη της, αμφότερες «ξένες» (με την ικαριακή έννοια της λέξης) να ψάχνουμε το δρόμο για το φάρο στον κάβο-Πάπα, που ακόμα και τώρα δεν έχω φτάσει. Η φίλη της φίλης ήταν λιγάκι (χμ...) ξυνή και δεν πολυγούσταρε, οπότε προκειμένου να ακούμε γκρίνιες μείναμε να κοιτάμε από πάνω τα κύματα που χωρίζονταν σε μια γραμμή στην προέκταση του κάβου: άλλο καιρό είχε βόρεια κι άλλο νότια. Αλλά η φίλη μου ψιθύρισε φεύγοντας στο αυτί «την άλλη φορά θα έρθω μόνη μου, και θα πάμε μαζί μέχρι εκεί, ακούς;».
Ακούω, κοπελιά. Σε περιμένω• μην αργήσεις.
Βασίλης Δουρής
akamatra@gmail.com
Σ.Σ. Ο τίτλος είναι παρμένος από ένα μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν.