Ο Άγιος Κήρυκός μου (από μια Καραβοσταμιωτίνα)

με έμπνευση από τα Θέρμα της Μυρσίνης.

Όταν μπήκαν οι γιατροί, βγηκε από το δωμάτιο και κοντοστάθηκε στη μεγάλη σκάλα. Είχε πολύ ηλιο εκεί κι είπε να καπνίσει καλύτερα στο παγκάκι στην αυλή. Χίλιες φορες να την είχαν στο ροζ κτίριο, αυτή η αριστερη πτέρυγα ήταν άβολη πολύ. Ένα μνημείο για τους ανθρωπους που έπεσαν με το ελικόπτερο, ένα -δυο χαλασμένα ασθενοφόρα και λουλούδια. Δεν τα πιάνει τα σπίτια εδω ο καιρός κι είναι γεμάτα λουλούδια, ιβίσκους και μπανανιές και φούλια και μερικά φοινικάκια. Και αρχοντικά, αρχοντικά του οχτακόσια, του τριάντα, του πενήντα, του εβδομήντα, μπόλικα και μερικά του φέτος με ρετρο πινελιές και vintage αλουμινένια κουφώματα. Κι ένας βουβός αέρας. Και μια ζέστη πηχτή και ιδρωμένη. Ωραία ζεστη, σκέφτηκε, μια χαρά την αντέχω. Το αμάξι καυτό και η θάλασσα δεξιά γεμάτη μικρά, όμορφα, τακτοποιημένα κυματάκια.

Από τη Σκέψη στο λιμάνι είχε δώσει για δίπλωμα πάνω από δεκαπέντε χρόνια πριν. Η άλλη διαδρομή ήταν μετά το Ουαουά και πέρασαν όλοι τις εξετάσεις και ήταν και νύχτα. Βάλε κι άλλα δεκαπέντε ακόμα κι ηταν μικρό μικρό κοριτσακι που βαστούσε και με τα δυο χέρια μια καριώτικη πορτοκαλάδα σ’ ένα καφενείο της πλατείας που δεν υπάρχει πια. Ο πατέρας είχε τράπεζες και ψώνια αλλά στο χρόνο χωρούσε και μια τυρόπιτα και μικυμάους και μια μικρή βόλτα από το χεράκι στο λιμάνι.

Μα πώς δε σας αρέσει ο Αγιος δηλαδή, είχε ρωτησει την παρέα. Η πορτοκαλάδα και η τυρόπιτα; Τα μικυμάους; Μετά που μεγάλωνε, σιγά σιγά δεν έφταναν τα κεράσματα και πιο πολυπλοκα κριτήρια έκαναν τις πόλεις και τα χωριά του γούστου της. Ε λοιπόν τα σπίτια; Τα σπιτια ρε παιδια με τις αυλές στον παραλιακό δρόμο, ούτε; Η γλυκια χαλαρότητα που γεμίζει το αίμα σου μολις περάσεις τις στροφές και μπεις στην κατηφόρα, ήθελε να τους πει αλλά σκεφτηκε δε θα καταλάβουν. Εμένα μου αρέσει έλεγε μόνο. Θα αρχιζε πάλι για το σχολείο της μαμάς, και τις εκθέσεις του παππού, και το άγαλμα του Ικαρου, και το Σάμαινα και τον Ίκαρο, τα καράβια που ταξίδευε με γάτα σιαμ μέσα στο Φορντ Κορτίνα και τις έπαιρνε αγκαλία ο ύπνος στο πίσω κάθισμα μέχρι το χωριό, γλυκά κι αγαπημένα. Και να σου τα πειράγματα οπότε άσ’το.

Την τέταρτη μέρα που η γιαγιά είχε μεγάλη βελτίωση και λίγο είχε συνηθίσει τη θέα της μέσα στο ταλαίπωρο ροζ νοσοκομείο-λίγο εγκαταλελλειμένο, λίγο ξεχασμένο από τα υλικά αλλά καθόλου από τους ανθρώπους- έφυγε πιο ήσυχη. Ο αδερφός της σκέφτηκε να σταματήσουν για μια μπύρα στην πλατεία. Από την ανακούφιση κάπως, αλλά κυρίως από αυτό το μεγάλο φεγγάρι που φωτιζε τις βάρκες στο λιμάνι. Η πλατεία ξαφνικά είχε γεμίσει καφενεία, τα φωτάκια ήταν ρομαντικά και όχι μελαγχολικά και ναι, μύριζε θαρρείς καλαμάρι παντου. Δεν τους φανηκε σωστό κι απλά πήραν κατι λουκουμάδες σε κουτι για το σπίτι. Σε όλο το δρόμο της επιστροφής, η μαμά καθόταν δυνατή στην καρέκλα του θαλάμου της γιαγιας, τα φωτάκια έλαμπαν στο πιο ωραίο χωριό-πόλη και τα καλαμάρια χόρευαν ζωντανά και μαγειρεμένα στη θάλασσα και το τηγάνι.

Πες μου πάλι που έμενες στον Αγιο, τη ρωτούσε. Ποια διαδρομη παίρνατε να πάτε σχολείο απ'το βουνό; Πόσες ώρες με τα πόδια; Είχες εσύ κήπο; Ο Άγιος Κήρυκος είχε γίνει ένας μεγάλος κήπος μέσα στο μυαλό της, γεμάτος σχολείο, ξυπόλητα πόδια και μονοπάτια. Γεμάτος παιδιά που μετρούσαν τ'άστρα, γεμάτος καρβέλια ψωμιά που κρατούσαν εβδομαδες φρέσκα, γεμάτος γιαγιάδες δυνατές που έλεγαν ποιήματα και γιαγιάδες ανήμπορες σε σκουριασμένα κρεβάτια. Γεμάτος πορτοκαλάδες, χαμόγελα και βάρκες.

Στο τέλος του καλοκαιριού, η παρέα είχε μείνει πεισματικά ανημπορη να αναγνωρίσει τις ομορφιές της νότιας πόλης, και η γιαγια ανημπορη κι αυτή, αλλά γυναίκα δυνατή, νησιώτισσα. Στο Φάρο ένα βράδυ, το μέρος που ομόφωνα αγαπούσαν και εκτιμούσαν οι φίλοι, ανάμεσα στα γέλια τους, μεζέδες και τα κρασιά, υποσχέθηκε στον εαυτό της μια καριώτικη πορτοκαλάδα στην πλατεία του Αγίου.

Κι ένα χεράκι, για βόλτα στο λιμάνι.

Δωροθέα Τεμπέλη
doratempeli@yahoo.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Δωροθέας Τεμπέλη.