Λιμάνι δεν είχαμε ακόμα, αλλά είχαμε καραβάκι. Όχι επιβατικό· αυτά πιάνανε μονάχα στον Άγιο όσο καιρό ο Εύδηλος ήτανε μαντρωμένος από τα μπλόκια και χτιζόταν σιγά σιγά ο μώλος, άλλο που πιο παλιά έμεναν αρόδου και τους επιβάτες τους άφηναν να πηδάνε στις βάρκες και να πιάνουν οι βαρκάρηδες μπόγους, καλάθια, μωρά, γέρους, όλα ανάκατα. Πήγαιναν οι βάρκες και ξεφόρτωναν στο καβάκι, εκεί που είναι τώρα η τράπεζα – το ξέρω ότι δεν έχει πια θάλασσα εκεί, πάνε χρόνια που το έχουνε μπαζώσει, συνεχίζονται και αιωνίως τα λιμενικά έργα. Αλλά στην απέναντι μεριά, φτιάξανε κάποτε μια μικρή προβλήτα – υπάρχει ακόμα, έχει κάτι καΐκια τώρα τραβηγμένα – λίγο πιο πέρα από το τελευταίο σπίτι στο γιαλό, του γιατρο-Κωσταντή που λέγανε τότε. Εκεί έδεναν μια δόση τα πιο μικρά επιβατικά, θυμάμαι το «Μιαούλης» και το «Έλλη» μια χρονιά, αλλά τον πιο πολύ καιρό το καραβάκι το εμπορικό. Το «Καλή Αρχή».
Όσο χτιζόταν ο λιμενοβραχίονας, για μπάνιο πηγαίναμε σπανίως στα Σπάσματα και πιο συχνά σε μια μικρή παραλία απέναντι από το νησάκι του φάρου, στον Κόφινα. Τεχνητή πρέπει να ήτανε, φτιαγμένη από τα μπάζα· από πάνω ρίχνανε φουρνέλα οι εργάτες του λιμανιού και ξεκολλάγανε βράχους που ποντίζανε στα έργα. Όταν κάποτε τέλειωσαν τα έργα, έγινε ο κυρίως μώλος – εκατό διακόσια μέτρα θα ήτανε τότε – κι άρχισαν να έρχονται και φέρυ-μπωτ: θυμάμαι όταν πρωτοήρθε το «Ίκαρος» που ο παπά-Μάζαρης είχε χτυπήσει τις καμπάνες λες και ήταν απελευθέρωση. Βγήκε όλο το χωριό στο λιμάνι, και κατέβαιναν οι επιβάτες και το πλήθος τους υποδεχόταν με τέτοιο ενθουσιασμό λες και γύριζαν από την εξορία στη Μεταπολίτευση. Το «Ίκαρος» ερχόταν από Πειραιά Τετάρτη και Παρασκευή απόγευμα, κάποιες φορές και Κυριακή. Ερχόταν κι έφευγε· τις άλλες ώρες το λιμάνι ανήκε στο «Καλή Αρχή». Και σε εμάς.
Εγκαταλείψαμε τις παραλίες και μαζευόμασταν στο μώλο για βουτιές. Θα ήταν πρώτη φορά το καλοκαίρι του ’79 ίσως ή του ’80, μια παρέα από δώδεκα μέχρι δεκαπέντε ετών το πολύ. Θυμάμαι που ανεβαίναμε πάλι πάνω από μια μεταλλική σκαλίτσα αγκυρωμένη στο τσιμέντο. Μερικοί θαραλλέοι αναρριχητές σκαρφάλωναν στα παλαμάρια του «Καλή Αρχή» και πότε πότε εμφανιζόταν κανείς από το πλήρωμα ή κανένας εργάτης που ξεφόρτωνε και τους έβαζε τις φωνές. Αλλά κι αυτοί καριώτες ήτανε, και οι μεν και οι δε, οπότε μη φανταστείτε καμμιά αγριάδα. Απλά μπορεί να θέλανε να λύσουν κάβους και τους εμποδίζαμε.
Το θυμάμαι χρόνια, ένα μόνιμο ντεκόρ στο λιμάνι. Πότε ξεφόρτωνε τσιμέντα, πότε ζωοτροφή, πότε τούβλα και πότε φιάλες υγραερίου για τα πετρογκάζ που ήταν ακόμα πολύ διαδεδομένα. Τότε τα πλοία της γραμμής ήταν μικρά και δε βάζανε ψηλά φορτηγά, οπότε τα πιο μπελαλίδικα φορτία ερχόντουσαν με το καραβάκι. Πρέπει να κράτησε κάμποσα χρόνια αυτό· θυμάμαι που ο πατέρας μου με έστελνε μια εποχή (το ’84 μάλλον) κάθε μέρα να δω αν είχε έρθει το «Καλή Αρχή» γιατί περίμενε πώς και πώς ένα φορτίο τούβλα που θα χτίζαμε τους τοίχους του σπιτιού. Είχε δυνατό μελτέμι εκείνες τις μέρες και αργούσε να φανεί (δεν πρέπει να σήκωνε και πάρα πολλά μποφώρ). Όταν κάποτε ήρθε, πήγα και του το ανακοίνωσα όλο χαρά, όμως το καραβάκι ήταν τελικά γεμάτο μπουκάλες πετρογκάζ, από τούβλα τίποτα.
- Τι καλή αρχή, κακό τέλος... μουρμούρισε. Άντε να μαζέψεις τους μαστόρους τώρα... (άλλο παραδοσιακό ικαριακό πρόβλημα αυτό, πέρα από την έλλειψη πρώτων υλών).
Με τον καιρό πάψαμε να βουτάμε από το μώλο, μεγαλώσαμε και μας ξανακέρδισαν οι παραλίες, έξω από το χωριό πια. Αφήσαμε την εποπτεία του λιμανιού σε νεώτερες γενιές. Κάποτε συνειδητοποίησα ότι δεν το έβλεπα πια το καραβάκι. Ερχόταν πού και πού κανένα γκαζάδικο βέβαια (όταν επιτέλους άνοιξαν βενζινάδικα και στη σοφράνο μεριά του νησιού), αλλά Καλή Αρχή δεν είχε. Σκέφτομαι ότι συν τω χρόνω αυτό το διαμετακομιστικό εμπόριο στα νησιά πρέπει να είχε παρακμάσει· τα φορτία έρχονταν πια με φορτηγά και νταλίκες με το πλοίο της γραμμής ή με Ro-Ro.
Πριν κάνα δυο χρόνια που έψαχνα κάτι άλλο σε ένα σάιτ, έπεσα πάνω σε μια αφήγηση ενός τύπου που το καπετάνευε κάποτε το Καλή Αρχή. Επιβεβαίωσε την υποψία μου ότι το καραβάκι ήταν ικαριακής ιδιοκτησίας και με καριώτες πλήρωμα – πώς αλλιώς; Τώρα πια δεν έχω συγκρατήσει τα ονόματα πλοιοκτήτη και πληρώματος, δυστυχώς, αλλά κάπου γύρω μας θα κυκλοφορούν. Έψαξα στο διαδίκτυο να βρω καμμιά φωτογραφία του, ματαίως όμως. Κάπως ήρθε η κουβέντα με μια φίλη καριωτίνα, που έχει γεννηθεί και μεγαλώσει κάτω:
- Το θυμάσαι το «Καλή Αρχή»;
- Ε, πώς δεν το θυμάμαι, Πώς και πώς το περιμέναμε.
- Α, περιμένατε κι εσείς κάνα φορτίο τούβλα;
- Τι τούβλα καλέ, ό,τι φορτίο και να είχε. Πήγαινε ο πατέρας μου να κάνει κάνα μεροκάματο στο ξεφόρτωμα. Κι ο αδερφός μου το περίμενε.
- Μα ο αδερφός σου ήτανε μικρό, κι αυτός μεροκάματο θα έκανε;
- Όχι βρε χαζέ. Άκουγε τους μεγάλους που το περιμέναν, το περίμενε κι αυτός. Του είχε βγάλει κι ένα ποιηματάκι.
- Τι έλεγε, το θυμάσαι;
- Ε, άμε...
Καραβάκι, καραβάκι, πού ‘ρχεσαι γιαλό γιαλό
να μας φέρεις πιτουράκι, και κεχράκι των κοτώ
(Δεν περιμένουμε όλοι τα ίδια πράγματα, τελικά...)
Τις προάλλες έπεσα πάνω σε μια παλιά κακοσκαναρισμένη φωτογραφία τακτοποιώντας το χάος του σκληρού δίσκου. Πρέπει να είναι το Καλή Αρχή στο φόντο, καλοκαίρι ’87 ίσως, τραβηγμένη από το κατάστρωμα του Ίκαρου από κάποιον που έφευγε και αποχαιρετούσε τους φίλους του. Τώρα το λιμάνι έχει επεκταθεί ακόμα καμιά τριακοσαριά μέτρα· από τα φουρνέλα στον Κόφινα θα έχουν περάσει ίσαμε σαράντα χρόνια.
Περνάει ο καιρός.
Βασίλης Δουρής
akamatra@gmail.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Βασίλη Δουρή.