Θυμάμαι ήμουν στην ταβέρνα, την Κληματαριά στον Άγιο. Καθόμασταν εκεί μ’ έναν φίλο της αδερφής μου, τον Αντώνη, που πάντα με έπαιρνε μαζί του στο ψάρεμα. Έτσι κι εκείνη τη μέρα, ετοιμάζαμε τα δολώματα και τα καλάμια για να κατέβουμε στο λιμάνι. Δηλαδή εκείνος ετοίμαζε γιατί εγώ ήμουν 10 χρονών κι απλά γύρναγα γύρω γύρω και κοίταγα πώς τα έφτιαχνε. Είχα σκυμμένο το κεφάλι και παρατηρούσα τι έκανε για αρκετή ώρα. Και κάποια στιγμή κοιτάζω ψηλά και βλέπω καπνό πίσω από τα σπίτια στο Σεβδαλή. «Αντώνη! Κοίτα! Καπνός!» του φώναξα.
Μετά κενό.
Ύστερα η μαμά μου, πήρε τον ξαδερφό μου το Γιάννη που έμενε στο Χριστό, και μας έκλεισε μέσα στο σπίτι στο Σεβδαλή. Παράθυρα κλειστά. Πόρτες κλειστές. Καπνός παντού και αυτή η γαμημένη η μυρωδιά από τα αποκαΐδια που μέχρι και τώρα μου θυμίζει εκείνη τη μέρα. Όταν κάναμε παρέα με το Γιάννη τρελαινόμασταν από τη χαρά μας. Όχι όμως τότε. Δεν θυμάμαι καν να μιλάμε. Θυμάμαι πως έκλαιγα. Όλα τα δέντρα γύρω από το σπίτι του Γιάννη κάηκαν.
Και μετά πάλι κενό.
Κι ύστερα η θάλασσα που’χε κόκκινο χρώμα και φοβόμουν ότι θα έμενε έτσι για πάντα. Και μετά ομιλίες για ανθρώπους που χαθήκαν, που τους πρόλαβε η φωτιά. Για ανθρώπους που χαθήκαν ενώ πήγαν να σώσουν αυτούς που δεν μπορούσαν να ξεφύγουν. Δεν τους ήξερα. Δεν είχε σημασία. Δεν έχει σημασία.
Εμπρησμός. Κουβέντες για περίεργα σκάφη που άραξαν για μια μέρα στο λιμάνι κι έφυγαν. Χρόνια μετά, μια φίλη πετάει ένα σβησμένο τσιγάρο έξω από το παράθυρο. Γίνομαι έξαλλη και της λέω να πάει να το μαζέψει.
Εμπρησμός. Αμέλεια. Βλακεία. Άγνοια. Όπως και να το δεις, έγκλημα.
Γι’ αυτό, ας κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας τέλος πάντων. Ας προσέχουμε τη γη μας και θα μας προσέξει κι αυτή.
Ηλέκτρα Πάστη
elektra.pasti@gmail.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Ηλέκτρας Πάστη.