Ένα ντοκιμαντέρ για την Ικαρία και ένα από τον Ικαριώτη Λεωνίδα Βαρδαρό.
Στις 15 Μαρτίου δεν ανοίγει απλώς τις πόρτες του. Ανοίγει και ένα παράθυρο σε έναν κόσμο γεμάτο ανθρώπινες ιστορίες, συνέπειες της κρίσης ή επιστροφή στη φύση. Εναν κόσμο με μεσσήνιους καουμπόηδες, καθηλωμένους αλλά μαχητικούς συγγραφείς, νάνους της Ισπανίας αλλά και προστάτες οροθετικών παιδιών στην Ινδία ή επίμονους οδηγούς βουλγαρικών ασθενοφόρων.
Οταν ένας γνωστός του Κίμωνα Τσακίρη του είπε «πρέπει να γνωρίσεις αυτόν τον άνθρωπο», ο σκηνοθέτης ούτε που φανταζόταν ότι θα συναντούσε κάποιον που εκτός από αγρότης στη Μεσσηνία ήταν και κάτι σαν έλληνας καουμπόης-φιλόσοφος ο οποίος, αφού σπούδασε στην Αθήνα, επέστρεψε στη γενέτειρά του και έστησε ένα κτήμα με το σλόγκαν «Ομορφιές και Δυσκολίες».
«Ενας πρωταγωνιστής που εκτός από οπτικό ενδιαφέρον είχε και κάτι να πει», λέει ο Κίμωνας, εξηγώντας τον λόγο που άρχισε να φιλοτεχνεί το πορτρέτο του Μήτσου Τσίγγανου. Στην πορεία βέβαια, ενώ όλα πήγαιναν καλά, ο επονομαζόμενος και «Μίτσιγκαν» αντιμετώπισε μερικά προβληματάκια και αποφάσισε να ξεκινήσει ένα μικρό ταξίδι προσωπικής αναζήτησης, συναντώντας παλιούς φίλους, αγρότες, ζωγράφους ή μετανάστριες, ψηλαφώντας «ομορφιές και δυσκολίες», διερωτώμενος για ένα σωρό πράγματα, όπως και η σύγχρονη Ελλάδα. «Και να ήθελα να γράψω τέτοια ιστορία», λέει ο Κίμωνας – που μαντέψτε πώς ονόμασε το ντοκιμαντέρ του – «δεν θα μπορούσα».
Οταν η Στέλα Αλισάνογλου πρωτοσυνάντησε τον Δημήτρη Παπαδούλη, της έκανε εντύπωση ο αυτοσαρκασμός του για την κατάστασή του. «Μου εξέπεμψε μια γοητεία λυτρωτική, απελευθερωτική, σχεδόν ερωτική. Τον θαυμάζεις, δεν τον λυπάσαι», λέει φανερώνοντας τα κίνητρα ενός ντοκιμαντέρ για έναν συγγραφέα που, αν και το 1989 διαγνώστηκε με πολλαπλή σκλήρυνση, «αποφάσισε να μην πεθάνει και να γράφει υπαγορεύοντας λέξη τη λέξη». Κάπως έτσι η ταινία «Δημήτρης Παπαδούλης - Το πολλαπλό δώρο» ολοκληρώθηκε για να αφηγηθεί μια ιστορία που συνιστά «ένα λαμπρό παράδειγμα για το πώς μπορούμε να δίνουμε μια δεύτερη ευκαιρία στον εαυτό μας να επιλέξουμε μόνοι μας τη ζωή μας, κόντρα σε ό,τι πιο τραγικό μπορεί να μας συμβεί».
Το ενδιαφέρον της Χριστίνας Πιτούλη για τους ανθρώπους με νανισμό υπήρχε από τότε που ζούσε στην Ελλάδα. Η απουσία πληροφόρησης, όμως, «ήταν απίστευτη». Πηγαίνοντας στην Ισπανία, συνάντησε ενδιαφέρον για το θέμα – μόνο που επικεντρωνόταν στα πρακτικά προβλήματα των «ατόμων χαμηλού ύψους». Ψάχνοντας λίγο ακόμα, επιβεβαίωσε ότι οι νάνοι συνδέονται με το γέλιο: τους θεωρούν κάτι αστείο, ενώ οι δουλειές τους έχουν συνήθως στόχο γέλια θεατών. Μαζί με τον συνεργάτη της Μιγκέλ Ιλάρι έκαναν ένα ντοκιμαντέρ για την κοινωνική εικόνα των νάνων της Ισπανίας, συζητώντας μαζί τους για την κοινωνική τους ζωή, το πώς τους βλέπει ο κόσμος και πώς βλέπουν τον εαυτό τους οι ίδιοι, τις σχέσεις τους. Το ονόμασε «Από κάτω, χαμηλά». Και διαπίστωσε ότι τα στερεότυπα για τους ήρωές της είναι ακόμα παρόντα. «Εκτός από τις πρακτικές τους δυσκολίες», λέει η Χριστίνα, «το σημαντικότερο που τους προβλημάτιζε ήταν ότι οι περισσότεροι τους έβλεπαν και γελούσαν».
Για τον Νίκο Νταγιαντά, αφορμή ήταν η πληροφορία ότι πάνω από ένα εκατομμύριο νέοι σκέφτονται να ζήσουν στην επαρχία. Μια από τις κεντρικές ιστορίες του ντοκιμαντέρ «Little Land» ακολουθεί ένα νέο ζευγάρι που στάθηκε πάνω από τον χάρτη και έβαλε το δάχτυλο στην Ικαρία. Πρώτο φεύγει το αγόρι, ακολουθεί το κορίτσι, αλλά τα πράγματα δεν πάνε κατ’ ευχήν. Γιατί; Ο Νίκος έκανε ένα μωσαϊκό ιστοριών με ανθρώπους που μπαίνουν σε έναν νέο τρόπο ζωής και με άλλους που με αυτόν μεγάλωσαν. «Από τη μια οι αιωνόβιοι Ικαριώτες», λέει, «με διαφορετική άποψη για την καλή ζωή, αλληλοστηριζόμενοι. Και από την άλλη, οι νέοι, αναθρεμμένοι σε μια κοινωνία που προάγει το άτομο». Τι αναδεικνύουν όλα αυτά; «Οι Ικαριώτες προσδιορίζουν τη ζωή βάσει όχι των επιθυμιών αλλά των αναγκών τους», απαντά ο Νίκος. «Είναι λίγες και τις ικανοποιούν μόνοι τους. Καλό κρασί, καλό φαΐ και καλή παρέα σημαίνει καλή ζωή. Είναι κύριοι του χρόνου τους, όχι σκλάβοι του ρολογιού. Αν δεις τα χέρια τους βέβαια, είναι άνθρωποι της σκληρής δουλειάς. Και η Ικαρία δεν είναι παράδεισος, σου δείχνει όμως τα απαραίτητα της ζωής».
Ο Κίμωνας, η Στέλλα, η Χριστίνα και ο Νίκος σκηνοθετούν μερικά μόνο από τα ελληνικά ντοκιμαντέρ του 15ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τα οποία, γενικεύοντας λιγάκι, μπορούμε να πούμε ότι καταγράφουν καταστάσεις που μυρίζουν «ανθρωπίλα». Οπως βέβαια και το αμερικανικό «Ο εξ αίματος αδελφός» του Στιβ Χούβερ για τον Ρόκι που πήγε στην Ινδία ως τουρίστας, όταν όμως βρέθηκε στον δρόμο του μια ομάδα παιδιών φορέων του AIDS αποφάσισε να αφιερωθεί στη φροντίδα τους. Επίσης, το «Τελευταίο ασθενοφόρο της Σόφιας» του Ιλιάν Μέτεφ στρέφει τον φακό σε μια πόλη με 13 ασθενοφόρα για τις ανάγκες εκατομμυρίων και σε τρεις διασώστες που επιμένουν να σώζουν ζωές. Ενώ το επίσης αμερικανικό «Στοιχειώδες» της Γκάιατρι Ροσάν παρακολουθεί έναν ινδό κρατικό αξιωματούχο που παλεύει με εργοστάσια για να σώσει τον άλλοτε πεντακάθαρο Γάγγη, μια Καναδή που μάχεται ενάντια στην εκμετάλλευση ενός κοιτάσματος πετρελαίου, αλλά και έναν αυστραλό εφευρέτη που αναζητεί επενδυτές για μια συσκευή που ελπίζει να αναχαιτίσει το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Ήρωες, μνήμες και οικονομική κρίση
Οχι ότι οι υπόλοιπες θεματικές ενότητες του Φεστιβάλ είναι απάνθρωπες. Στους «Σύγχρονους ήρωες» θα βρούμε μεταξύ άλλων το «Ες αύριον τα σπουδαία: Μια μικρή άγνωστη μαθήτρια» του Μιχάλη Λυκούδη για μια νεαρή βιολόγο που διαπρέπει στο εξωτερικό. Στην «Ιστορική μνήμη» θα συναντήσουμε το «Οι δρόμοι έχουν τη δική τους ιστορία - Οδός Πειραιώς» του Λεωνίδα Βαρδαρού που συνενώνει το παρελθόν με το σύγχρονο αστικό τοπίο. Στις «Συνέπειες της κρίσης», τον «Θησαυρό της Κασσάνδρας» του Γιώργου Αυγερόπουλου για την εκμετάλλευση χρυσού στη Χαλκιδική. Υπάρχουν αφιερώματα όπως εκείνο για τον Πατρίσιο Γκουσμάν, τον χιλιανό σκηνοθέτη με τα μαρξιστικής προσέγγισης ντοκιμαντέρ «Σαλβαδόρ Αλιέντε» ή «Η μάχη της Χιλής».
Η σημασία του ντοκιμαντέρ: «Θέτει ερωτήματα και μας ταρακουνάει»
Μεγάλη είναι η σημασία του ντοκιμαντέρ σε καταστάσεις σαν τη σημερινή, που δεν συγχωρούν διαστρεβλώσεις της ανθρώπινης συνθήκης. Ποια σημασία είναι αυτή; «Το ντοκιμαντέρ προβληματίζει και συχνά τονώνει το ηθικό μας. Δεν δίνει λύσεις, αλλά θέτει ερωτήματα και μας ταρακουνάει. Δεν είναι όλα άσπρα, δεν είναι όμως και όλα μαύρα», λέει η Στέλλα. «Δεν με ενδιαφέρει να κάνω κάτι που μπορείς να το πεις και με δυο γραμμές. Θέλω διαλεκτική σχέση με το κοινό. Η αλλαγή ξεκινάει όταν αρχίσουμε να σκεφτόμαστε», λέει ο Κίμωνας. «Το θέμα είναι να μη σταματήσουμε να κάνουμε ντοκιμαντέρ. Δεν υπάρχουν χρήματα, πρέπει όμως να διασφαλίζονται η ποιότητα και η ανεξαρτησία. Σημαντικό επίσης είναι να γίνονται στην Ελλάδα, με τον δικό μας τρόπο σκέψης», η Χριστίνα. Ενώ ο Νίκος επισημαίνει ότι «στην Ελλάδα, που σπανίζει ο σοβαρός δημόσιος διάλογος, το ντοκιμαντέρ ίσως είναι το μόνο μέρος που συμβαίνει αυτό. Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης νιώθεις να γίνεται συζήτηση. Για το ποιοι είμαστε, πού πάμε, γιατί φτάσαμε ώς εδώ».