Η Μαρίκα ξεκρέμασε το σοφρά από τον τοίχο και τον τοποθέτησε μπροστά στο τζάκι για να φέρει το φαγητό. Ο Παναγής, στο τελευταίο φως της μικρής χειμωνιάτικης μέρας φτυάριζε ακόμα το χιόνι στο στενοπέζουλο. Το πρωί θα δυσκολευόταν πολύ να ανηφορίσει μέχρι το μαντρί στο Ζηζόκαμπο.
Κάθισαν με τα έξι παιδιά τους να φάνε. Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς αλλά η τσανάκα που βρισκόταν στο κέντρο του χαμηλού τραπεζιού δεν περιείχε τίποτα το ιδιαίτερο. Μια πατατοσαλάτα και δίπλα της το τελευταίο κομμάτι από το σκληρό πια καρβέλι. Έτρωγαν με ένα μόνο κουτάλι για να μην υπάρχουν αδικίες. Ο καθένας τους έφερνε μια μπουκιά στο στόμα και έδινε το κουτάλι στον επόμενο. Ευτυχώς στο τσουκάλι έβραζε ένα κομμάτι γίδας, αύριο θα ήταν γιορτή.
Ο Κωστής και η Λεμονίτσα ήταν τα τελευταία στη σειρά. Γεννήθηκαν μέσα στην ίδια χρονιά, σαν γεμέλια ένα πράγμα, μια κοψιά, μια ηλικία. Έτρωγαν ανόρεχτα με βουρκωμένα μάτια. Πιο κάτω, στους Λαψαχάδες, η Κιουράννα χήρεψε προχτές και τα παιδιά της συνομήλικα με τα μικρά του Παναγή. Ο άντρας της πήγε στα ψάρια και πνίγηκε με το ραγάνι που κατέβηκε ξαφνικά. Πενήντα μόνο οργιές από την ακτή, πολλοί έβλεπαν το καΐκι να βουλιάζει χωρίς να μπορούν να προσφέρουν το παραμικρό.
Η Λεμονίτσα σηκώθηκε πρώτη, πήρε στα αδύναμα χεράκια της τη βαριά πήλινη τσανάκα, άνοιξε την πόρτα και τράβηξε τη ρύμη. Ο Κωστής χρειάστηκε ελάχιστο χρόνο να καταλάβει και την ακολούθησε κρύβοντας στο σκισμένο του σακάκι όσο είχε απομείνει από το ψωμί. Σε λίγο όλη η οικογένεια βρέθηκε να κατηφορίζει το μονοπάτι κρατώντας από κάτι. Πίσω πίσω ο Παναγής με την τελευταία καθούρα που είχε κάνει όταν γκαστρώθηκαν τα ζωντανά, δυο μήνες πριν.
«Μόνο σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε», ακούστηκαν οι φωνές των παιδιών την ώρα που περνούσαν το κατώφλι σ’ εκείνο το σπιτοκάθισμα που ‘λειπε πια μια ψυχή. Μόνο μια ψυχή μα τίποτα άλλο.
Καλή Πρωτοχρονιά.
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Γιάννη Κέφαλου.