Κατεβαίνεις τρέχοντας τα σκαλιά, σκύβεις το κεφάλι πριν ακόμα φτάσεις στο πλατύσκαλο για να δεις αν πρόλαβες. Φυσικά και δεν έχεις προλάβει. Το L train μόλις πέρασε. Παίρνεις ύφος αγέρωχο, “δεν πειράζει έχω το βιβλίο στη τσάντα”. Άλλωστε, στο ραντεβού με τον συνάδελφο αργείς πάντα, γιατί να πας στην ώρα σου σήμερα; Άσε που έχεις δικαιολογία έτοιμη, ήσουν Ικαρία το καλοκαίρι, δεν τα πας καλά με τα ρολόγια.
Κοιτάς τριγύρω να δεις ποιος άλλος έχασε το τρένο μαζί σου. Κάνει καλό αυτό στην αυτοπεποίθηση και την αμοιβαία συμπόνια. Χρειάζονται και τα δύο στο New York subway. Σκληρό το μπετόν στο Μεγάλο Μήλο. Μια τύπισσα, για αρχιτέκτονα την κόβεις, με μεγάλα κοκκάλινα γυαλιά, σε κοιτάει συγκαταβατικά. Κι αυτή έχει δικαιολογία έτοιμη. Ένας τύπος πιο πέρα, ντυμένος σαν πωλητής παπουτσιών σε κυριλέ μαγαζί στο Williamsburg, το παίζει αδιάφορος σαν να ήταν εκεί από πριν και το έχασε εξεπίτηδες.
Πίσω σας, ένας άστεγος έχει λιώσει πάνω στο παγκάκι βαριεστημένος. Κοιτάς μπροστά τις μαύρες κολώνες ανάμεσα στις ράγες και θαυμάζεις πένθος. Μαύρες κι άραχνες, σαν τις χήρες σε ταινία του Αγγελόπουλου. Πάνω τους ισορροπεί μια οικογένεια ποντικιών. Φαίνεται κι αυτά να περιμένουν το L train για να περάσουν απέναντι.
Ένας μεσήλικας, μάλλον Ανατολικοευρωπαίος ταλαντούχος πρόσφυγας, γρατζουνάει ένα βιολάκι. Κάτι σαν Μπετόβεν σε underground cover. Τον ακούτε με συμπάθεια, κι εσύ και η αρχιτέκτονας, αλλά ο πωλητής παπουτσιών, ξινός κι άψυχος, βάζει επιδεικτικά τα ακουστικά του ipod στα αυτιά.
Ωστόσο, σε μια αναστροφή του βιολιού, του ξεφεύγουν δυο-τρεις νότες απανωτές κι απρόβλεπτες. Μα οι νότες δέσανε η μία με την άλλη σαν να ήταν γνωστές από παλιά. Και σου θυμίσανε, να δεις, τον ικαριώτικο. Ιδέα σου θα ήταν, είπες.
Όπως όπως τις μάζεψε τις άσωτες τις νότες ο βιολιτζής και ξαναγύρισε στο κλασικό subway ρεπερτόριο. Μπροστά σου όμως η μαυροκολώνα σαν να κουνήθηκε. Κοιτάς σαστισμένος την αρχιτέκτονα, ελπίζοντας να έχει δει αυτή καλύτερα με τα μεγαλύτερα γυαλιά, αλλά τώρα σου σκάει ένα χαμόγελο που δεν ξέρεις αν είναι της συνεργασίας στο έγκλημα ή της συγκατοίκησης στην τρέλα. Ο πωλητής τσουγκράει ποτήρια με τον άστεγο. Τα ποντίκια έχουν βγάλει γουνίτσα ξανθοκαφετιά και οι κολώνες πλατανόφυλλα.
Η αρχιτέκτονας έρχεται και σε πιάνει από τον ώμο. "Ξέρεις τα τσαλίμια", σου λέει, "οδήγα τον χορό". Αλλά δε σου θυμίζει πια αρχιτέκτονα αλλά την Άννα από το Τραγοστάσι. Ο άστεγος κι ο πωλητής πιάνονται στην ουρά σας. Όμως τον έχεις ξαναδεί αυτόν τον ‘άστεγο’, και πρέπει να ήταν στην Πλαγιά την τελευταία φορά. Και τον ξινό τον πετυχαίνεις πάντα στην Ακαμάτρα. Αλλά κι ο βιολιτζής πρέπει να είναι από τα Μαντριά, δεν εξηγείται αλλιώς ότι καλοκοιτάει έτσι τις περαστικές. Οι ατσίδες χοροπηδάνε πάνω στα πλατάνια. Το L train έρχεται και κατεβάζει γκρούβαλους με το τσουβάλι, που κρατούν μαλαματίνες και τσιγαριλίκια.
Τα ‘χεις προφανώς χαμένα. Σε πλησιάζει ο ‘άστεγος’, αλλά τελικά τον ξέρεις. Είναι ο Μιλτιάδης, ο ναύτης από την Αρέθουσα. ‘Μη σκιάζιεσαι’, σου λέει, ‘δε λωλάθηκες ακόμα. Έχεις μεταφερθεί στο μέλλον, στο οποίο τα μόνα μέρη όπου γίνονται ακόμα πανηγύρια είναι τα όνειρα.
Εδώ και δεκαετίες πια έχουν σταματήσει στο νησί τα πανηγύρια, γιατί μια μέρα τσακώθηκαν οι Άγιοι μεταξύ τους για το ποια μέρα θα πάρει ο καθένας τους. Μετά, μας τέλεψε το μπετό και δεν είχαμε με τι να καλύψουμε το χώμα. Στο τέλος, αποφασίσαμε να τα αναθέσουμε σε μια εταιρία που χρεώνει ένα ποσό για κάθε πανηγύρι που ονειρεύεσαι. Στην περίπτωσή σου όμως θα κοστίσει λίγο ακριβότερα, γιατί χρεώνεται υπερατλαντικό", σου λέει, κόβοντας την απόδειξη.
Νικόλας Κοσματόπουλος
nico.homoludens@gmail.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Νικόλα Κοσματόπουλου.