Ζωές στη σκιά #refugees

20 Ιουνίου, για την Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων

Το θέατρο στην πλατεία έλαμπε εκθαμβωτικά εκείνο το βράδυ. Κάθε σκαλιστή λεπτομέρεια στους κίονες και τις αψίδες του, διακρινόταν ολοκάθαρ . Ο κρυφός φωτισμός έδινε την αίσθηση ότι το κτήριο ήταν αυτόφωτο.

Είχε φτάσει στην πόλη ένα ζευγάρι καλλιτεχνών, η Μπέρα και ο Άλεχ, για να παρουσιάσουν μια και μοναδική παράσταση θεάτρου σκιών. Ένα πρωτότυπο είδος τέχνης που είχε πολυδιαφημιστεί  στις τοπικές εφημερίδες χωρίς όμως να έχουν δοθεί πολλές λεπτομέρειες για την υπόθεση του έργου. Το κάλυπτε έτσι ένα πέπλο μυστηρίου που είχε προσελκύσει πολύ κόσμο. Είχανε στριμωχτεί από νωρίς στο φουαγιέ για να διεκδικήσουν μια αξιοπρεπή θέση στα βελούδινα καθίσματα.

Μοντέρνοι εραστές του ρετρό, ηλικιωμένοι που αισιοδοξούσαν να αναβιώσουν μια νύχτα μακρινών εποχών, φοιτητές και ντίβες της πόλης, εναλλακτικοί νέοι και κουλτουριάρηδες που έψαχναν διαφορετικές μορφές τέχνης για να ξεδιψάσουν το πνεύμα τους και άλλοι πολλοί περίεργοι για το θέαμα. Όλοι καλοντυμένοι τόσο όσο, για να ταιριάζουν με το περιβάλλον και να νιώθουν άνετα στον πολυτελή χώρο.

Στο αμφιθέατρο επικρατούσε το μπορντό  και το χρυσό. Περίτεχνες σκάλες που οδηγούσαν στον εξώστη, βαριές κουρτίνες και πλουμιστοί πολυέλαιοι που έπεφταν σαν βροχή από τον θόλο. Τα καθίσματα είχαν γεμίσει αρκετά γρήγορα με τη βοήθεια των ευγενικών ταξιθετριών και όταν χαμήλωσαν τα φώτα σταμάτησαν και οι τελευταίοι ψίθυροι.  Άνοιξαν οι κουρτίνες.

Ο μοναδικός προβολέας τώρα, είχε ρίξει τα φώτα του στο κέντρο στης σκηνής που ταπεινά στεκόταν τα λυγερά κορμιά της Μπέρα και το Άλεχ. Ντυμένοι με μαύρες ολόσωμες φόρμες, υποκλίθηκαν και ευχαρίστησαν εκ των προτέρων το κοινό για την προσέλευση και το ενδιαφέρον που έδειξε και υποσχέθηκαν τη λύτρωση για το τέλος της παράστασης. Ύστερα στρέφοντας τα σώματά τους ο ένας δεξιά κι άλλος αριστερά πήραν τις θέσεις τους πίσω από πανί.

Η λευκή επιφάνεια άρχισε να ζωντανεύει με χρώματα λουλουδιών, ψηλά δέντρα και γρασίδι. Βρίσκονταν σ' ένα δάσος. Δειλά στην αρχή, σα να μη γνωριζόντουσαν, έψαξαν και ψηλάφισαν ο ένας το χέρι του άλλου. Έσμιγαν αφηνόντουσαν και σμίγανε ξανά. Η μουσική σαν μέλισσα που έψαχνε τη γύρη, τους τύλιξε σ’ έναν ερωτικό χορό. Αέρινες σκιές τα σώματα που στροβιλίζονταν σε απόλυτη αρμονία,  σίγουροι στον αέρα, μετέωροι στη γη. Δυσκολευόσουν να πιστέψεις πως επρόκειτο για σάρκες με οστά. Το θέαμα εξέπληξε ευχάριστα το πλήθος.

Ο έντονος ήχος καταλάγιασε για ν’ ακουστούν πουλιά του δάσους. Τώρα σηκώθηκαν αργά απ το χορτάρι που είχαν λίγο πριν ξαπλώσει. Εκείνος της φιλούσε την κοιλιά που είχε φουσκώσει κι εκείνη του χάιδευε το μαλλιά. Κλείσαν τα φώτα και ανοίξανε ξανά.

Ένα σπίτι, ένα τραπέζι, μια τούρτα με κερί και το μωρό. Τραγούδησαν γλυκά, στη γλώσσα τους, τα πρώτα του γενέθλια. Ενώθηκαν να σβήσουν το κερί και τότε ακούστηκαν εκρήξεις. Είδαν τα χέρια τους να προστατεύουν τα κεφάλια και να πέφτουνε στο πάτωμα. Ακούστηκαν σειρήνες.

Το πανί μαύρισε και όταν φωτίστηκε ξανά τους βρήκε αλλαγμένους. Έλειπε το παιδί και τα κορμιά τα λυγερά είχανε μείνει άκαμπτα κι έμοιαζαν πάλι ξένα. Κρεμόντουσαν καθισμένα στις καρέκλες, ανάμεσα σε γκρεμισμένους τοίχους. Ένας μονότονος ήχος έφτανε τώρα στα αυτιά τους. Οι φιγούρες  έστρεφαν  για λίγο αργά το κεφάλι, κοιτάζονταν και ύστερα γύριζαν πάλι με τα χέρια παράλυτα και το βλέμμα στον ουρανό.  Βίαιοι κρότοι έσπαγαν που και που την απραξία.

Ο κόσμος είχε αρχίσει να ξεβολεύεται. Ύστερα όμως έπεσε απαλά το φώς για να βρεθούν ξανά στο δάσος. Οι θεατές αναπαυθήκανε και πάλι. Τα χρώματα είχαν γίνει ασπρόμαυρα και τα κλαδιά των δέντρων δίχως φύλλα. Οι χορευτές χέρι με χέρι στροβιλιστήκαν ξανά σαν ακροβάτες. Πέταξαν το σκοινί στο δέντρο και κρεμάστηκαν. Τα σώματά τους τεντωμένα το ένα απέναντι στο άλλο.

Ξέσπασαν χειροκροτήματα. Εκείνοι σα να μη χόρταιναν τη δόξα τους έμεναν τεντωμένοι για ώρα. Τους χειροκρότησαν και όρθιοι. Κουράστηκαν. Σταμάταγαν σιγά-σιγά, ένας-ένας. Τη μονότονη μουσική που ακούγονταν σα να είχε κολλήσει ο δίσκος άρχισαν να σκεπάζουν οι ομιλίες τους. Το πανί μαύρισε και άνοιξαν τα φώτα του θεάτρου. Άρχισαν να κοιτάζονται όλοι με περίεργο βλέμμα μεταξύ τους. Βλέμματα που άρχισαν να γεμίζουν τρόμο. Τρόμος που απείχε λίγο απ τον πανικό. Τόσο λίγο και τόσο πολύ.

Οι ταξιθέτριες εμφαννίστηκαν ξανά και χωρίς χρόνο για ευγένειες τώρα, τους βοηθούσανε να βρουν την έξοδο.  Κάποιοι φώναζαν "θα μας πείτε τι έγινε;".  Μερικοί δάκρυζαν. Οι περισσότεροι τραβούσαν απ το μπράτσο τους δικούς τους για να τους βγάλουνε βιαστικά και προστατευτικά στο δρόμο. Μακριά από το κακό. Πίσω στην καθημερινότητα τους. Τις αγαπημένες τους συνήθειες, τα νιάτα τους, τα γηρατειά τους , την κουλτούρα και το πνεύμα τους.

Ακούσιοι μάρτυρες μιας ύστατης πράξης διαμαρτυρίας.

Για τις ζωές που γεννιούνται και πεθαίνουν στη σκιά.

Φαηδόνα

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Φαηδόνας.