ikariamag | ελεύθερες πτήσεις - της Φαηδόνας
της Φαηδόνας
«Χόρτα με λεμόνι, θα της τα πας που της αρέσουν; Μόλις τα έβρασα». Το κοριτσάκι πήρε το πιάτο κι απομακρύνθηκε κάτω απ’ τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Περπάτησε για λίγη ώρα στο χωματόδρομο έως εκεί που ξεκινούσε το μονοπάτι για το σπίτι. Το κοίταξε από χαμηλά, πέτρινο ασοβάτιστο με πύργο. Χωρίς ίχνη ζωής.
Καθώς καθάριζε τ’ αυγά που τους ετοίμαζε, γελούσε. Ξυπόλητη, να στέκεται όρθια στο πέτρινο πάτωμα, μπροστά από το ξύλινο τραπέζι της κουζίνας της. Κότες μπαινόβγαιναν ανενόχλητες, ψάχνοντας για κανένα ψίχουλο. Που και που ξεπρόβαλε ο λεπτός της αστράγαλος, κάτω απ τη μακριά της φούστα για να τους ρίξει μια χαϊδευτική κλοτσιά.
Αυτός κοιτούσε το φεγγάρι κι εγώ τα μάτια του που έλαμπαν. Κρατούσε ενα μπουκάλι από μπύρα που είχε μέσα ικαριώτικο κρασί. Η μουσική ακουγόταν απαλά, τα φώτα κάτω έμοιαζαν θολά και δε μας θάμπωναν, σα να ήταν όλα μέσα σ’ ένα όνειρο. Δεν ήθελα ποτέ να τελειώσει. Ήμασταν καθισμένοι μες τα ζίγανα, και είχαμε τα βράχια μαξιλάρι. Κρεμασμένοι ακριβώς πάνω απ' το πανηγύρι του χωριού.
Κοίταξα μέσα απ’ το παράθυρο και είδα τον παππού και τη γιαγιά καθισμένους στην αμπάρα. Κράταγε ο καθένας το φλιτζάνι του και αργόσυρτα βουτάγανε το παξιμάδι στο ζεστό τους. Βαριεστημένοι και οι δύο με κινήσεις που έμοιαζαν ίδιες από αιώνες. Η αλήθεια είναι ότι κόντευαν να κλείσουνε τον πρώτο. Καμία έκπληξη. Αργά, χωρίς κουβέντες. Τι άλλο πια να μοιραστείς μετά από τόσα χρόνια. Έτσι σκέφτηκα.