«Το νου σου, μην καείς πάλι», με συμβούλεψαν οι θειάδες όταν με είδαν να κατηφορίζω για το γιαλό, για το πρώτο φετινό μπάνιο. Κι ήμουν σίγουρος ότι πάλι θα βγαίνουν φλούδες από την πλάτη μου.
Πήρα από την ντουλάπα την τσάντα με τη μάσκα και την πετσέτα της θάλασσας. Παρόλο που είχαν πλυθεί πριν αποθηκευτούν, μύριζαν ιώδιο. Το ρολόι δεν έδειχνε ούτε οχτώ το πρωί αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ και ήθελα να φτάσω στην παραλία πρώτος απ’ όλους. Ήπια δύο ποτήρια κρύο κατσικίσιο γάλα, χάιδεψα τις ορτανσίες της αυλής κι έφυγα για την παραλία.
Κάθισα, ακούμπησα την πλάτη στο αρμυρίκι κι έμεινα έτσι για ώρα να κοιτάζω τη θάλασσα. Άλλη μία χρονιά είχε κάνει τον κύκλο της. Έψαχνα να βρω την αιτία, την πραγματική όμως αιτία, που με κρατούσε τόσο μακριά από τον αγαπημένο τούτο τόπο. Υποψιάζομαι πάντοτε ότι υπάρχουν πολλοί λόγοι αλλά δεν έχω καταφέρει ακόμα να αποτυπώσω το σπουδαιότερο, τον κύριο υπεύθυνο της εκούσιας εξορίας μου.
Βούτηξα στο νερό με προσοχή, πρώτο μπάνιο, έβρεξα τον αυχένα και το μέρος της καρδιάς. Αργά στην αρχή, σαν τους ηλικιωμένους, και μετά απλωτές και μακροβούτια. Μακριά στον ορίζοντα η Αμοργός και η Δονούσα σ’ ένα αχνό σκίτσο. Πάνω από μένα το χωριό με τα τελευταία σπίτια του να κρέμονται στην άσπα και πιο ψηλά ακόμη ο Αθέρας με τους γρανιτένιους σχηματισμούς του.
Βγήκα στη στεριά να στεγνώσω, είχα μουλιάσει. Μόνο τα χέρια σκούπισα για να στρίψω τσιγάρο και ξάπλωσα ανάσκελα. Ο ήλιος έκανε παιχνίδια μέσα από τα φύλλα αλλά εγώ σκεφτόμουν το μισθό των δύο τελευταίων μηνών που μου είχαν τόσο καθυστερήσει. Σκεφτόμουν το φίλο Νίκο που αρνήθηκε να τον φιλοξενήσω στο νησί επειδή ήταν άνεργος και δεν είχε μία. Με απασχολούσε επίσης μία σοβαρή βλάβη στο σπίτι, μα όλο ανέβαλα την επισκευή λόγω κόστους. Είχα και το τελεσίγραφο της Μαρίας που βαρέθηκε την Ικαριά και δεν ήθελε να ξαναέρθουμε. «Αν πας μόνος να ξέρεις ότι τελειώσαμε», μου είχε πει κατηγορηματικά κι ήμουν σίγουρος ότι το εννοούσε.
Ξαναμπήκα στη θάλασσα κι αυτή τη φορά πήγα λίγο πιο βαθιά αλλά ένιωσα γρηγορότερα το κρύο της και επέστρεψα στην ακτή. Έκατσα στο μόλο. Το μυαλό άδειαζε σταδιακά αφού είχε κάνει τις βόλτες του, είχε ξεφυλλίσει βιαστικά όλα τα προβλήματα και τις έννοιες. Τότε άκουσα για πρώτη φορά τους ήχους γύρω μου, το καΐκι του Μιχάλη, τα τζιτζίκια, τον παφλασμό και το θρόισμα. Αμέσως συνειδητοποίησα ότι κάπου εδώ αρχίζει το καλοκαίρι μου. Είχε έρθει η στιγμή, που θα έβγαινα από την πρίζα. Είχε έρθει η πολυπόθητη στιγμή που θα έμπαινα, με τα χέρια απλωμένα, σ’ ένα μεγάλο κύκλο, εκεί μπροστά στην ορχήστρα.
Γιάννης Κέφαλος
jianniskefalos@yahoo.gr