-Εγώ είμαι εδώ, απ’ την Αθήνα. Εδώ γεννήθηκα. Εσύ;
- Κι εγώ εδώ, μα είμαι από την Ικαρία.
Το τρίτο «πρόσωπο», η Ικαρία, ήταν εκεί απ την αρχή, αλλά δεν έδωσες σημασία. Έμοιαζε πιο πολύ συμπαθητικό παρά απειλητικό.
Τα πρώτα καμπανάκια χτύπησαν με το πρώτο τριήμερο. Όταν σε άφησε με το στόμα ανοιχτό και τα σχέδια για το Σαββατοκύριακο σ’ εκκρεμότητα, σκαρφαλώνοντας ανάλαφρα σ’ ένα σάπιο καράβι, Παρασκευή βράδυ αδιαφορώντας για τα 8 μποφόρ.
-Μου έχει λείψει, σου είπε, πρέπει να πάω.
Ύστερα ήρθανε και τ’ άλλα, Χριστούγεννα και Πάσχα. Και μετά το καλοκαίρι.
-Έλα κι εσύ, εγώ δε γίνεται να είμαι μακριά το Δεκαπενταύγουστο.
Κι έτσι έγινε η αρχή.
Αρχή του τέλους με soundtrack μουρμούρα, που ξεκινάει απ’ το καράβι που κάνει τόσες ώρες και κουνάει κι ύστερα τα ωράρια, μα πού με πας, τι θα ‘χει στο χωριό ανοιχτά τρείς η ώρα το βράδυ (μάντεψε!). Και η συνέχεια στην παραλία που γιατί φτάνουμε τ’ απόγευμα και γιατί κάθε μέρα εδώ που έχει τόσο κύμα. Γιατί είσαστε τόσα ξαδέλφια; Γιατί σε χαιρετάνε όλοι; Στα πανηγύρια γιατί χάνεσαι στον κόσμο μόλις παίξει Ικαριώτικο; Γιατί είσαστε όλοι μεταξύ σας λες και τα ‘χετε;
Γιατί σε μοιράζομαι μ’ αυτόν τον τόπο και τους ανθρώπους του; Νόμιζα πως ήμασταν οι δυο μας!
Και χωρίσατε. Και κάπου σε είδαν να χαμογελάς νοσταλγικά όταν σε ρώτησαν αν έχεις πάει στο νησί, και σε ξανάδανε, στο πλοίο να κατεβαίνεις ανυπόμονα τη σκάλα όταν έπιασε στον Εύδηλο. Και στη Λαγκάδα, κάπου στο πλήθος μέσα στην πίστα να χορεύεις αγκαλιά με χίλια άτομα! Αλήθεια, τα φτιάξατε και εσείς;
Και ήθελα να σε ρωτήσω, μα σού ‘χει ξανατύχει να ερωτευθείς… αντίζηλο;
η Φαηδόνα
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Φαηδόνας.
ΣΧΕΤΙΚΑ: Ο ξένος