Ήμεσσαν κατάζακα, η αθράκα έκαιε, το λιοκόμπομα ηπόσωνε για ούλλους. Εκάμναμε χάζιν την φωτιά και πασκίζαμε να ζεστοκοπιθούμε. Ήμεσσα μαργωμένοι από την ψακάδα. Η αεροφιτσάδα του βουνού ακουότανε από τον αναφάντη. Ο ουρανός ηξεφουντανίστη, ήχασεν τα μπούτσα του και ηξεπατώθηκεγ καλά-καλά.
Ήμασσαν τρεις ψυχεροί ελόου μας,από το ανέρσυμα στο μετόχι ,κεροφωτάαμε.Απαντέχαμε ν’άβγει ο ήγιος.Λιασμένα,καθούρι,χειμεράδιν,ψωμίγ και ελιά και κρασοβυτιές με καλοψημένον το κρασίν,μας εκρατούσαν συντροφιά.
Άξαφνα ηκούσαμε την ποργιά,σαν να ζαγάρει κάτι στο πίσκοτο, ο Στεφανής του Νικολακιού σαρτεύγει το κατώφλι. Είχε αποσώσει στο βουνό. Ηκόπιαεν και εγίναμε μια κάγκα.
Στην πέρα πάντα του σπιθκιού ηκρέμουταν μια λύρα, εξεκίνησε το τσιμπούσιν, το τραγούδιν και ατοί μας…εγίναμε σουαρεζήδες, ενώ ο ράτσος μας εξεκούφενε.
Έτσε α, πάνω στο ζεύκιν μάς εβρήκε το χαραμέριν, ο καιρός έπιασε ν’ανεπαλιάνει. Έκαμε ανεχαλλέ και ένας ένας ηύρεν την αμαλαγιάγ να ηποσώσει στην σκέπη του, στην κερά του. Ήπαψαν οι λωλλάδες, εκλείσαμε το μάνταλο, ηπήραμε τα φυλάκια μας και ηπετάσαμε αλλάι, σαν νερογάμηδες.
Αξαρλή Μυρτώ
mirtax_gr@yahoo.gr
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις τις Μυρτώς Αξαρλή.
Ήμεσσαν:είμασταν
Κατάζακα:στην μέση του τζακιού
Αθράκα:θράκα
Λιοκόμπομα:ελιά και ψωμί
Ηπόσωνε:έφτανε
Πασκίζαμε:προσπαθούσαμε
Ζεστοκοπιθούμε:να ζεσταθούμε
Μαργωμένος:ο παγωμένος από το κρύο
Ψακάδα:κρυάδα,παγωνιά
Αεροφιτσάδα: το δυνάμωμα του αέρα, που ήδη φυσά δυνατά και που επαναλαμβάνεται με μεγάλα συχνότητα.
Αναφάντης: το μικρό άνοιγμα της σκεπής πάνω από το τζάκι για να μπαίνει φως.
Ηξεφουντανίστη: άνοιξαν οι κρούνοι του.
τα μπούτσα: τα φράμματα
ψυχεροί: ανδρειωμένοι
ελόου μας: εμείς, ο εαυτός μας
ανέρσυμα: η λίγη ξεκούραση στη δουλειά, το διάλειμμα
κεροφωτάαμε: φωτίζαμε με κεριά
Απαντέχαμε: περιμέναμε
Λιασμένα: ξηροί καρποί
Καθούρι: τυρί σπιτικό
Χειμεράδιν: το κατσίκι ενός χρόνου
Κρασοβυτιά: η βυτίνα με το κρασί
Καλοψημένον το κρασί: καλοβρασμένο και δαμασμένο
Ποργιά: μεγάλη πόρτα αυλής ή περιβολιού
Ζαγάρει: σαλεύει, κινείται
Πίσκοτο: πίσσα σκοτάδι
Σαρτεύγει: πηδάει
Ηκόπιαεν: κόπιασε
Κάγκα: όλοι μαζί, ένα κορμί
ατοί μας: εμείς, οι ίδιοι, μονάχοι μας
σουαρεζήδες: γλεντζέδες
ράτσος: ο θόρυβος του νερού που πέφτει από ψηλά
Έτσε α:έτσι δα
Ζεύκιν: η μάζωξη, το γλέντι
Χαραμέριν: το χάραμα
ν’ανεπαλιάνει: να μαλακώνει
ανεχαλλέ: η προσωρινή διακοπή της κακοκαιρίας
αμαλαγιάγ: η ευκαιρία
να ηποσώσει στην σκέπη του: να φτάσει στο σπίτι του
λωλλάδες: τρέλες
φυλάκι: το ικαριώτικο δισάκι από κατσικίσιο τομάρι
ηπετάσαμε: τρέξαμε γρήγορα σαν να πετάγαμε
αλλάι: πλάι
νερογάμηδες: έντομα με μακρύ κορμό και μπλε φτερά που περνούν ξυστά και γρήγορα πάνω από τις ακίνητες επιφάνειες των νερών στα ρέματα.