…και όταν το κέφι ανάβει και έχουν γίνει όλες οι κοινωνικές επαφές και όλα τα σχόλια...όλοι γινόμαστε «ένα». Σκιές σε γλέντι, οικείες υπό τον ήχο του βιολιού. Φιγούρες εν χορώ, αγκαλιασμένες σ’ένα κύκλο, με κοινές καταβολές και την ίδια αγάπη...για τι άλλο...για το νησί. Το κόκκινο κρασί επικρατεί των πάντων και η έμφυτη ανάγκη για ξεσάλωμα είναι ο μόνος στόχος!
Πώς στήνεται, να δεις, μια βεγγέρα σε χρόνο άπιαστο! Έτσι μου λάχε και μένα μια νύχτα στο Λιβάδι. Ήτανε οι φίλοι μου για να βοηθήσουν που καθάριζα την ταβέρνα μετά από ένα ανεπανάληπτο ζεύκι. Τρίτη μέρα και το λίπος σε ταβάδες και καζάνια ακόμα κρατεί, μ’ ένα θερμοσίφωνα που αρνείται πεισματικά κάθε συνεργασία.
«…πάμε να καφενεδήσουμε» έλεγε όλο κέφι η γιαγιά μου, η Στέλλα και αναρωτιόμουν εγώ αν ήταν η ανάγκη της για καφεΐνη που την έσπρωχνε να ανηφορίσει καταμεσήμερα στην πέρα γειτονιά. Μάλλον όχι. Είναι η ιδέα του «έξω», της βόλτας που τελικά ανάγεται σε ποικίλα εθνικά ψυχολογικά συμπλέγματα, που θα μας έπαιρνε…έναν καφέ για να το αναλύσουμε. Ο καφές λοιπόν είναι ο συμβολισμός. Η αφορμή για το «δεν είμαι κάπου μέσα».