Πώς στήνεται, να δεις, μια βεγγέρα σε χρόνο άπιαστο! Έτσι μου λάχε και μένα μια νύχτα στο Λιβάδι. Ήτανε οι φίλοι μου για να βοηθήσουν που καθάριζα την ταβέρνα μετά από ένα ανεπανάληπτο ζεύκι. Τρίτη μέρα και το λίπος σε ταβάδες και καζάνια ακόμα κρατεί, μ’ ένα θερμοσίφωνα που αρνείται πεισματικά κάθε συνεργασία.
Ήρθανε για δουλειά και την κάνανε χωρίς λεφτά. Και το έχουν ξανακάνει. Και πάλι καταλήγαμε σε κρασά και ούζα!
Πιάνει λοιπόν, να δεις, η κουβέντα για το Γόνο. Μιλήσαμε για τον Φουντούκο, τον Παπά-Σκάβδη. Ανθρώπους που στοιχειώνουν και σήμερα τον τρόπο της ζωής μας, ανθρώπους που γεμίζαν καφενέδες, που οι ιστορίες τους θα φτάσουν στα σίγουρα στην τρίτη γενιά, κακές και καλές. Έφτασα να μιλώ για τον Πάππου μου στη Μεσσαριά τον ψαρά, τον ταχυδρόμο, το μανάβη, τον οινοποιό και την υπέροχη ιστορία που μας είχε πει στο μακάβριο ταξίδι εκείνο τον καιρό ο Θείος Αντύπας από την Ξανθή (καλή του ώρα πού τον μελετώ, ακόμα στην Ξανθή ζάλει).
Και είμαι σίγουρος. Αυτό που κάναμε κείνο το βράδυ και κείνο το σινάφι δεν ήταν μοναδικό. Γινόταν και στον Ξυλοσύρτη, σε ένα σπίτι στη Δάφνη, στο παντοπωλείο στον Πολύκαρπο, σε μια βάρκα στο Καρκινάγρι, στο καφενείο της Σοφίας του Γλαρέδου και του Στράτου και της Τούλας στο Χριστό, στο ξεψάρισμα στ’ Αυλάκι, στη βρώμικη μοκέτα των καραβιών που τρίβουμε κάθε ίχνος αξιοπρέπειας για να μας πηγαινοφέρνουν. Και -εννοείται- έξω από την Νικαριά. Πρωταγωνιστές -εννοείται- αμφότεροι, ιστορίες -εννοείται- παραπλήσιες, όμως η σημασία του μνημόσυνου είχε την ίδια πράξη. Πρώτη και ταυτόχρονα τελευταία.
Τα κατορθώματά τους δε θα γραφτούν σε κανένα λαογραφικό βιβλίο, κανένας ιστοριογράφος δεν θα τους συλλάβει, καμιά τηλεόραση δεν θα τους κάνει ήρωες. Κάποτε θα τους σκεπάσει η οροσειρά του χρόνου. ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ όμως, στα γεμάτα μας τασάκια, στα αδειανά ποτήρια, στο σπίτι του «Λατρεία», στην ανάσα μας και στην κόλλα του χαρτιού που στρίβουμε τσιγάρο.
Κάποτε, να δεις, θα συζητούν για μας (Θεέ μου τί τύχη!). Θα λένε για τα ζεύκια και τις τρέλες μας, για το αλεύρωμα, για την «κούπα τη Μονομπασιά». Ματαιόδοξος; Μπορεί.
Κείνοι είναι για μένα οι ΜΕΓΑΛΟΙ Έλληνες... όχι στο «ενθάδε κείται» αλλά στο μεθύσι τους, όχι στο καλοψημένο κόλλυβο αλλά στις δυο μπλε καράφες του Βαρβαγιάννη, όχι στον ήχο τον βυζαντινό πλάγιο πρώτο (που παρόλο το πάθος του Παπά Παντελή, ποτέ δεν κατάφερα να προζάρω) αλλά στο «Θεέ μου μεγαλοδύναμε», όχι στον πεθαμένο ανδριάντα του χορταριασμένου μάρμαρου που σκεπάζει ελάχιστα τετραγωνικά μέτρα στην πλατεία του χωριού αλλά στο ζεϊμπέκικο τους. ‘Οχι στην ψαρόσουπα αλλά στο καθάρισμα της τηγανιτής γαρίδας.
Και είμαι σίγουρος. Νιώθουν την κουβέντα σου και είναι για λίγες ώρες στο τραπέζι μας πιο επίσημοι από τους επίσημους.
Νικόλας Κουντούπης
paraxrantos@gmail.com