Φεύγει και ο Ιούνιος, τελείωσαν τα σχολεία και οι περισσότερες Καριωτίνες μαμάδες της Αθήνας, στέλνουν τα παιδιά τους στη γιαγιά στην Ικαρία για τρεις μήνες. Απίστευτη εμπειρία για τα Καριωτάκια που εξαιτίας του μεγάλου αυτού χρονικού διαστήματος που περνούν όλα μαζί , διατηρούν φιλίες και στην Αθήνα. Αναρωτιέμαι, μετά πώς γυρνάνε πίσω;
Την ξύλινη σκάλα που ένωνε τις δυο κατοικίες δεν την ανεβαίναμε ποτέ. Μόνο η μάνα και μόνο όταν την καλούσαν οι σπιτονοικοκύρηδες. Αυτό συνέβαινε συγκεκριμένη μέρα και ώρα. Όταν άρχιζαν «Οι Πανθέοι». Μας είχε ήδη τακτοποιήσει στα κρεβάτια μας, μας είχε πει κι από ένα παραμύθι και μετά, μόλις ακουγόταν η μουσική των τίτλων, έσιαχνε τα μαλλιά και τη ρόμπα, περίμενε κάνα λεπτό,
Πριν από την εποχή της κρίσης, πριν και από την εποχή της μη κρίσης, υπήρξε μια τρίτη στη σειρά εποχή, αυτή που είχε καλοκαίρια… ήταν καλοκαίρια με ξαδέρφια, με παιδιά οικογενειακών φίλων από καιρό χαμένων, με παλιούς συμμαθητές, τυχαίους γείτονες, καλοκαίρια με καρπούζι και γερμάδες, πεύκο και ρετσίνι, κοινή ψησταριά και λαθραίο παγωτό...
Το πρώτο βήμα περιπέτειας ξεκινούσε στα σκαλιά που κατέβαιναν προς τον αχυρώνα. Εκεί ήταν η αρχή του μονοπατιού. Απότομο στην αρχή, κατηφοριά δυνατή και δίπλα ο ποτιστής να σε ακολουθεί στη δικιά του παράλληλη διαδρομή. Πόσες φορές, σαν κατέβαινε νερό, έριχνα ένα ξύλο κι έτρεχα να το προλάβω πριν ξεπεράσει το δρόμο και το χάσω σε κάποια από τις τσιμεντένιες διασταυρώσεις του.
Το δέρμα που κατοικώ -έτσι λέει και ο Αlmodovar- έχει πάνω χαραγμένη μια λέξη. Με μελάνι. Δεν έχει το χρώμα που έχουν τα νερά γύρω γύρω απ το νησί. Και δεν έχει ούτε τη μυρωδιά του χορταριού που χώνεται στα ρουθούνια, μόλις κάνεις δυο βήματα απ’ τους κάβους. Είναι απλώς μία λέξη που κρύβει μέσα της, αφορμές για να μεγαλώνω με μια θύμηση.