Μπορεί να έχει το κάθε χωριό της Νικαριάς το καφενεδάκι του για να «καφενεδίζει». Ο Γλαρέδος τον καφενέ του Λιάρη, και πιο παλιά τον ένδοξο εκείνο του Φίλιππα και της Ελένης, και τα άλλα χωριά τον δικό τους. Επειδή από παιδί γνώριζα αυτό το καφενεδάκι, του χωριού μου, το καφενεδάκι του Καντούνη, επίθετο του Στράτου, θ’ ανοίξω έναν διάλογο μαζί σας γι αυτό.
Την θυμάμαι καλά, σα να ήταν χθες… Καθόταν στην αυλή με την πλάτη της ακουμπισμένη στον τοίχο και ατένιζε ψηλά, ψηλά στον Αθέρα. Όμορφη γιαγιά, εξ’ Αιγύπτου. Τα γκριζογάλανα μάτια της περιεργάζονταν τα φυλλώματα και τις σκιές των δέντρων. Σα να κρυφάκουγε τους ψίθυρους του κελαρυστού νερού και το θρόισμα της φύσης. Ένα ματσάκι βασιλικό περασμένο στο αυτί της και ένα γερμένο χαμόγελο γλυκιάς μελαγχολίας.
Αν μιλήσουμε για την αθωότητα της παιδικής ηλικίας, θα είναι μάλλον πολύ κλισέ. Αν μιλήσουμε για την ανεμελιά εκείνων των καλοκαιριών που ακόμη δεν είχαμε ταυτότητα και δεν κάναμε φορολογική δήλωση, θα είναι σαν να διατυπώνουμε το αυτονόητο. Γι’ αυτό, είναι ίσως καλύτερα να αφήσουμε να μιλήσουν για την αθωότητα και την ανεμελιά, οι ίδιες μας οι αθώες και ανέμελες αναμνήσεις.
Όταν μου σφίξεις το χέρι, συνήθως λέω απλά το όνομα μου. Αν με γνωρίσεις λίγο καλύτερα όμως θα ακούσεις το «Αγύριστο κεφάλι, καριώτικη καρδιά» που μου προσάπτουν και τα περιγράφει όλα. Οι φίλοι μου, λένε ότι είμαι από την Ικαρία σαν χαρακτηριστικό βιογραφικού. Άλλοι λένε για την δουλειά τους, όχι εγώ. Όσοι έχουν έρθει στο νησί το έχουν αγαπήσει. Από τη δεύτερη φορά κιόλας το λένε σπίτι τους και έχουν αποκτήσει συνήθειες καριώτικες.
Θα έρθουν οι φίλες μου να με πάρουν από το σπίτι πολύ νωρίς. Θα ξεκινήσουμε μαζεύοντας λουλούδια από τη δική μας αυλή. Και θα συνεχίσουμε σε όλο το χωριό, σε κάθε αυλή. Οι νοικοκυρές μας διαλέγουν τα πιο φρέσκα και μας τα δίνουν απλόχερα. Θα φτάσουμε στην εκκλησία πολύ πριν το μεσημέρι. Θα έχουν μαζευτεί όλα τα παιδιά.
Είναι Πάσχα. Είναι όλοι ζωντανοί, χαμογελάνε, οι παππούδες, οι γιαγιάδες, οι φίλοι. Είναι όλοι κάτω, τα ξαδέρφια, οι θείοι, οι αγαπημένοι, ανησυχούμε αν θα χωρέσουμε όλοι στην αυλή, ετοιμαζόμαστε για χορευτικά, η ξαδέρφη με το τσιφτετέλι, ο ξάδερφος έχει ξεσηκώσει κάτι φιγούρες στο ζεϊμπέκικο από έναν τύπο, ο νονός μου θα βάλει μεταμφίεση και θα σκάσουμε όλοι στα γέλια.
Έπιασε νευρικά το φάκελο. Ήξερε οτι περίμενε να λάβει κάτι αλλά δεν ήξερε τι. Και στην τελική, δε είχε και σημασία. Σημασία είχε ότι κρατούσε το φάκελο στα χέρια της. Επέστρεφε σο δωμάτιο της στο Ντελφτ, με τα ψώνια της εβδομάδας στα χέρια, όταν άνοιξε το γραμματοκιβώτιο και είδε κάτι να διαφέρει..κάτι που δεν έμοιαζε να έρχεται από τράπεζα.
Ο παππούς μου μεγάλωσε το γιαλό, εκεί έμεναν οι γονείς του, πήρε για προίκα του το σπίτι για να μπορέσει να παντρευτεί και να βάλει μέσα τη νύφη. Η νύφη ήταν Φούσκαινα και το σπίτι της πάνω από τους Δρύδες, μα όπως και να το δεις κι ο Φουσκάτος κάτω από τον αμαξωτό βρίσκεται.. Κατέβηκε με τη βαλίτσα της από τους Αγ. Ανάργυρους κι ήρθε ακόμα λίγο πιο κάτω..