Πριν από κάμποσο καιρό, είχαμε αναρωτηθεί (σύντομα θα δημοσιεύσουμε και εδώ τα αποτελέσματα): Αν ο Καριώτικος ήταν χρώμα, τι χρώμα θα ήταν; Έλα ντε! Μα τι είναι ο καριώτικος ως χορός, για να σου πω τι θα ήταν και ως χρώμα; Καμιά 15ετία πίσω, σπούδαζα βιολί στο Ωδείο του Αριστείδη Μόσχου (ζούσε ακόμα ο μεγάλος Δάσκαλος). Έδωσα λοιπόν στον καθηγητή μου μια κασέτα όπου παίζει τον καριώτικο ο Τσεπέρκας. Όταν την άκουσε, ήρθε και έκπληκτος μου λέει: «Μα τι είναι αυτό; Ούτε οπλισμό έχει, ούτε τίποτα! Αυτό δεν πατάει πουθενά!». «Ακριβώς», του είπα νομίζοντας πως είχε μπει στο νόημα του σκοπού και είχε πιάσει το πνεύμα του. «Ο Καριώτικος δεν πατάει πουθενά!»
Παρατηρούσα το περασμένο καλοκαίρι μια παρέα νέων από τα πίσω χωριά, πώς χόρευαν στο πανηγύρι του Αμάλου. Τα πόδια τους σηκώνονταν τόσο ευγενικά από το έδαφος και τόσο μαλακά που νόμιζες ότι ήταν καπνοί που αναδύονταν από τη γη, λυγερόκορμοι, άυλοι, με φορά προς τα πάνω αλλά σε άμεση σχέση με το χώμα! Με φορά προς τα κάτω όταν ανέβαιναν! Βαρείς και πανάλαφροι ταυτόχρονα! Υπέροχοι! Σαν την κίνηση των Ορνίθων του Αριστοφάνη στην ιστορική παράσταση του Κουν πάνω στη μουσική του Μάνου. Τέτοια κίνηση απαιτεί ο Καριώτικος. O χορευτής του καριώτικου είναι σαν να προσπαθεί να ισορροπήσει πάνω σε μια βάρκα καταμεσής μιας –σχεδόν- ήρεμης θάλασσας. Όταν πριν λίγο καιρό, έτυχε να ακούσουμε έναν καριώτικο βιαστικό κάπως, η φίλη μου η Αθηνά, σοφά γυρνάει και μου λέει: «Μα γιατί τον παίζει έτσι; Ο Καριώτικος είναι αργός και βασανιστικός»!
Όσο βασανιστικό είναι να γνωρίζεις και να ανταμώνεις με τον εαυτό σου! Και με τον δίπλα σου! Σε ένα χορό με το πρώτο του βήμα να σε θέτει στην άρση και το τελευταίο του στην θέση, ένα χτύπημα στην γη, να αποτελεί την δήλωση της ίδια σου της ύπαρξης, μια ομολογία ταυτότητας, ένα «παρών» στο εδώ και το τώρα. Ο καριώτικος είναι οι γενιές που έφυγαν κι αυτές που παίρνουν σειρά στην πίστα για να μπουν. Σε ένα κύκλο ζωής ισότιμο, με τον πρώτο χορευτή να είναι απλώς η αιχμή και τον δεύτερο να υπάρχει όχι μόνο για να σιγοντάρει τον πρώτο αλλά για να χορεύουνε μαζί, όλοι μαζί. Συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ τον καριώτικο – τσάμικο!
O καριώτικος δεν είναι χορός παρεϊστικος (σαν την σούστα πχ), αλλά συλλογικός. Και ενώ, ως τέτοιον, το χορεύεις με τους άλλους, όταν τον ακούς - τι περίεργο- τον ακούς μονάχος σου. Είτε δίπλα στο ηχείο, στο τελευταίο πανηγύρι του καλοκαιριού, όταν με κλειστά μάτια προσπαθείς να φυλάξεις μέσα σου όσο πιο ζωντανό γίνεται αυτόν τον σκοπό μπας και μπορέσεις να αντέξεις την μαυρίλα της επιστροφής και την ασχήμια που θα την ακολουθήσει. Είτε μέσα στο μετρό, Δευτέρα πρωί, με το mp3 στα αυτιά, το δάχτυλο στο play και ένα φάλτσο για την γύρω ατμόσφαιρα χαμόγελο, να νομίζεις πως το βαγόνι είναι καράβι που πλέει στο Ικάριο, να ακούς τη μουσική, να γεμίζεις φως και να ξεκινάς τη μέρα σου με γνώση για το τι σου αρέσει πραγματικά και είναι άξιο να παλέψεις για δαύτο. Ο Καριώτικος είναι τα χρόνια που πέρασαν κι εκείνα που θα ‘ρθουν.
Είναι λειτουργία εξαγνισμού, ταπεινή μα και περήφανη, αρχέγονη και αναγκαία. Για αυτό και δεν πρέπει να τη μολύνεις αλλά να απαιτείς να μην στην βρωμίζουν και οι άλλοι. Γιατί ο καριώτικος είναι τροφή, του ενός και των πολλών · προσωπικό, όπως είδαμε, καταφύγιο αλλά και «εθνικός ύμνος» μιας συλλογικής μνήμης η οποία λαίμαργα και ασταμάτητα του ρουφά το μεδούλι μη μπορώντας να ζήσει χωρίς αυτόν και να τον ξεπεράσει, ενώ την ίδια στιγμή ρουφιέται από τον ίδιο, γεννιέται, βαφτίζεται και ολοκληρώνεται … στα βήματα του! Πάντα με μια κραυγή απελευθέρωσης, λύτρωσης, μια κραυγή όπου ξαφνικά ακούς τον αληθινό σου ήχο.
Θέλω να χορέψω ξανά τον καριώτικο! Μου λείπει. Η πόλη με αναγκάζει μόνο να τον ακούω … μόνος! Μα θέλω τον καριώτικο που μου έμαθαν και αγαπώ, μαζί με αυτούς που μου έμαθαν να τον αγαπώ: Θέλω τον Καριώτικο των Γερόντων μας, που όταν τους βλέπω λιγώνομαι. Και θέλω τον Καριώτικο των χειροποίητων γλεντιών, που όταν τα θυμάσαι μετά, νοιώθεις ο πιο τυχερός του κόσμου που βρέθηκες σε τέτοιο «ζεύκι», στην κουζίνα ή την αυλή ενός σπιτιού … στην Ικαριά!
Κωνσταντίνος Βατούγιος
konstantinos@ikariamag.gr