ikariamag | ελεύθερες πτήσεις - του Βασίλη Δουρή
του Βασίλη Δουρή
Προ ημερών διάβασα στο ikariamag μια πρόταση δημιουργίας πανεπιστημιακής σχολής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ικαρία. Η σχετική είδηση είχε από κάτω γύρω στα 35 “Like”, εικάζω καλοπροαίρετων ανθρώπων που βρήκαν την ιδέα καλή. Εγώ πάλι τη βρίσκω κακή. Ατυχώς δεν υπάρχει κουμπάκι “Not Like” οπότε αναγκάζομαι να γράψω μια πτήση επικαιρότητας αντί για τις συνήθεις αυτοβιογραφικές ιστοριούλες, ώστε να μπορέσω να εκφράσω τις αντιρρήσεις μου.
Στην Ικαρία το καλοκαίρι δε με πρόλαβαν. Έφτασαν από το Ηράκλειο Δευτέρα πρωί, ενώ εγώ είχα φύγει Κυριακή μεσημέρι. Τους άφησα σαφείς οδηγίες πάντως, πού να πάνε και τι να κάνουν (προσαρμοσμένες στα γούστα τους όπως τα φανταζόμουν) και επί μέρες λάμβανα μηνύματα τύπου «Περνάμε υπέροχα!» και «Καλά, πόσο φανταστικά είναι!».
Λένε ότι τη δεύτερη φορά η ιστορία επαναλαμβάνεται ως κωμωδία, αλλά εδώ το αστειάκι είχε ξεκινήσει από την πρώτη. Ή τουλάχιστον αυτό θα πίστευε όποιος τους έβλεπε στην αφετηρία. Άλλος με βερμουδίτσα, άλλος με τζηνάκι, άλλος με σορτσάκι. Ένας πήγε να βγάλει το σορτσάκι και να μείνει με το μαγιώ, αλλά τον κράξανε οι υπόλοιποι και το ξανάβαλε.
Δεν ήταν τότε που είδα την υπόλοιπη οικογένεια να ετοιμάζεται για τη θάλασσα αλλά εμένα με άφηναν στο πάρκο να παίζω μόνος, και βρέθηκα να φωνάζω στη γειτόνισσα «Ζωή, παπέλο!», να μου φορέσει δηλαδή το καπελάκι για να πάω κι εγώ μαζί. Ούτε τότε που η Αργυρούλα μου πήρε το κουβαδάκι, στο αμμουδάκι μπροστά στου Γιατροκωσταντή.
Ξανάρθε στην Ικαρία το καλοκαίρι που μας πέρασε, εικοσιδύο χρόνια μετά από την τελευταία φορά. Είχε κάμποσα να δει και να θυμηθεί, και υπήρξαν κάμποσοι που ήθελαν να τον δουν και να τον θυμηθούν. Ορισμένοι σαν κάτι το αξιοπερίεργο (Καριώτης μοναχός στο Άγιο Όρος, κάπως σπάνιο πράγμα ακούγεται), άλλοι από ειλικρινή διάθεση να κουβεντιάσουν μαζί του, να δουν και να ακούσουν.
Εκείνη την εποχή είχα αρχίσει να προσθέτω μια καριώτικη πινελιά στον τρόπο που μιλούσα, με κάτι «πανάγκασμά το» και κάτι «κι απέκειο» (όχι πολύ πετυχημένα βέβαια, διότι εκ του φυσικού μιλάω τα ελληνικά του σχολείου και της τηλεόρασης με κάτι λόγιες παρεκτροπές), πράγμα που άλλους από τους φίλους μου τους διασκέδαζε και άλλους τους εκνεύριζε κάπως. Πάντως το ψιλομάζεψα όταν κάποιος μου έκανε το περίφημο «τεστ ικαριακότητας»:
Σε κοιτάζω καθώς γυρίζεις και μου χαμογελάς. Σκέφτομαι θα ‘χες αυτό το χαμόγελο από τότε που ήσουν παιδί και σκαρφάλωνες με τ’ άλλα τα μικρά στους βράχους, και κάτω στο χωριό φώναζε η μάνα σου «πού πας βρε, παναγκασμά σε για μικρό, άμα σε πιάσω ‘α σε τελειώσω», μα εσύ σκαρφάλωνες να φτάσεις στο πλάτωμα να βλέπεις από πάνω τον Αθέρα κι από κάτω τη θάλασσα, μια μικρούλα βασίλισσα στο θρόνο της από σκαλισμένο πάσπαρο ή γρανίτη.