(από μνήμης συρραφή μιας διήγησης της θείας Ιωάννας)
«Εμείς ευρωπαϊκά χορεύαμε. Οι παλιοί χορεύανε καριώτικο, άντε και κάνα καλαματιανό όσοι ξέρανε. Μετά μάθαμε βαλς, ταγκό, φοξ αγγλέ... Θυμάμαι τη μάνα μου, πριν τον πόλεμο είχανε έρθει κάτι ξαδέλφες της, Αιγυπτιώτισσες, και της δείχνανε τα βήματα. Έτσι μάθαμε κι εμείς.
Άμα πήγαιναν οι κοπέλες σε καμιά βεγγέρα, σε κανένα σουαρέ, και τις ζητούσε κάποιος καβαλιέρος για χορό, τις ρωτούσε πρώτα «Είσαι για κόσμο;» Αν είσαι διαθέσιμη, σα να λέμε, αν έψαχνες να παντρευτείς. Άμα ήσουνα μικρή ακόμα, ή λογοδοσμένη κρυφά, ή δεν ήθελες, τότε δεν ήσουνα για κόσμο. Αλλά άμα ήσουνα για κόσμο, μπορούσε, σα να λέμε, να σε κορτάρει. Οπότε σου έλεγε να χορέψετε.
Σε χόρευε, λοιπόν, κι έπρεπε να σε προσέχει να ταιριάζουν τα βήματα. Άλλοι χορεύανε καλά, άλλοι όχι και τόσο, άλλά έπρεπε να χορέψουν όλοι και κάνανε σκάντζα ντάμα. Λέγανε κάθε τόσο «Σανζέ ντε νταμ» κι αλλάζανε ντάμα. Άμα ήτανε βέβαια κανένας που δεν ένιωθε, μπορούσε να μείνει να χορεύει με τη σκούπα ή με καμιά καρέκλα. Αλλά ο καλός ο καβαλιέρος κανόνιζε να σε ξαναχορέψει όταν αλλάζανε πάλι, ώστε την ώρα που θα τελείωνε ο χορός να είσαι μαζί του για να σε πάρει να σε κεράσει.
Άμα τελείωνε ο χορός λέγανε «νταμ α λα μπουφέ», κι έπρεπε ο καβαλιέρος να την παει τη ντάμα να την κεράσει. Ό,τι υπήρχε δηλαδή, κανένα υποβρύχιο, καμμιά βυσσινάδα, τέτοια πράγματα. Άμα ήσουνα «για κόσμο» λοιπόν, σε κερνούσε ο καβαλιέρος, και σου έλεγε ό,τι ήθελε να σου πει.
Θυμάμαι είχα ένα φουστανάκι μεταξωτό, ροζ, μου το ‘χε στείλει μετά τον πόλεμο η θεία η Αμερικάνα, που λέμε. Αλλά δε μου έκανε ακόμα, και περίμενα για χρόνια πώς και πώς, πότε θα μεγαλώσω για να το φορέσω. Όταν έγινα δεκαοχτώ, τότε μου έκανε πια, και το φόρεσα όλο καμάρι, πρώτη φορά, να πάω στο χορό. Στην Ακαμάτρα γινόταν ο χορός, στου Φιλιππή το καφενείο.
Καθόμασταν από δω οι ντάμες, από κει οι καβαλιέροι, κι έπαιζε δίπλα ο Λάμπρος το βιολί. Κάποια στιγμή ήρθε ένας και μου λέει «χορεύεις;». Χορέψαμε λοιπόν, το θυμάμαι σαν τώρα, ένα τανγκουδάκι. Αλλά αυτός φαίνεται θα ‘χε φάει κρέας πιο πριν, και δεν είχε πλύνει τα χέρια του, κι όταν γύρισα σπίτι κι έβγαλα το φουστάνι, το είδε η μάνα μου και μου λέει «Μωρή, ποιος γλίτσης σε χόρεψε;» - είχε κάτι δαχτυλιές τόσες μεγάλες. Το πήρα κι εγώ λοιπόν να το πλύνω, κι όπως ήτανε μεταξωτό ήπιε, κι απόμεινε το μισό, δε μου έκανε πια.
Κι αύτηδα η φορά ήτανε που το φόρεσα - πρώτη κι τελευταία.»
Βασίλης Δουρής
akamatra@gmail.com
Διαβάστε σχετικά: ικαριώτικο τανγκό
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Βασίλη Δουρή.