Έφυγα από το Κιροβακάν με μεγάλα όνειρα και σπαραγμό ψυχής. Ήταν μονόδρομος και δεν αφορούσε το καλύτερο μέλλον. Απλώς έπρεπε να έχω ένα μέλλον. Στις Ποντιακές Άλπεις βρήκα πολλά χιόνια και κρύο αλλά συνέχισα να προχωράω χωρίς να κοιτάξω πίσω ούτε μια φορά. Όταν έφτασα στον Έβρο είχα πνευμονία και κρυοπαγήματα. Τώρα κάθομαι σε αναπηρικό καροτσάκι, το δεξί πόδι μου λείπει από τον αστράγαλο και το άλλο από το γόνατο.
Την άνοιξη κλείνω δώδεκα χρόνια στην Αθήνα. Το πρωί ζητιανεύω και το βράδυ πάω στο σχολείο. Πέρσι τελείωσα δύο τάξεις μαζί. Τι να κάνω; Θα είμαι καθηλωμένος για όλη μου τη ζωή, ο μόνος τρόπος να δουλέψω είναι να μάθω γράμματα.
Απλώνω το χέρι κι ευτυχώς, πάντα μου δίνουν κάτι. Καμιά φορά αυτό που περισσεύει το στέλνω στ΄αδέρφια μου. Αν μπορέσω θα ήθελα να πάω στο πανεπιστήμιο κι ευτυχώς, έχω ακόμα πολλή δύναμη στα χέρια και στην καρδιά.
Ένας φίλος μου, ο Γιώργος σπούδασε μηχανολόγος μηχανικός στην Θεσσαλονίκη και στην συνέχεια έκανε διδακτορικό στην Βαρκελώνη. Όταν τελείωσε, γύρισε στην Ελλάδα για να βρει δουλειά…έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε και ακόμα ψάχνει. Του αρέσει πολύ η χώρα του, το σπίτι του, η οικογένειά του αλλά αναγκαστικά θα φύγει πάλι έξω για να εργασθεί…θα είναι ένας οικονομικός μετανάστης.