Γυρίζοντας μετά τις γιορτές στην Ολλανδία όπου ζω, βρέθηκα σε μια πτήση Αθήνα-Άμστερνταμ γεμάτη Έλληνες, φοιτητές κυρίως. Ο διπλανός μου ζήτησε να αλλάξουμε θέσεις για να είναι δίπλα σε μια κοπέλα που ήταν παρέα· με χαρά πήρα τη θέση δίπλα στο παράθυρο, και χάζευα τη χιονισμένη Ευρώπη από κάτω κατά τη διάρκεια της πτήσης, τουλάχιστον όσο δεν είχε σύννεφα.
Χτύπησε το τηλέφωνό μου κι από την ανοιχτή ακρόαση άκουσα τη διαταγή: «Στην αίθουσα συνεδριάσεων, σε μισή ώρα». Σκέφτηκα ότι θα έχουμε πάλι δράματα και σηκώθηκα να φτιάξω τη γραβάτα και να πάρω έναν καφέ από το κυλικείο πριν τη συνάντηση. Το φωτοκύτταρο διάβασε το περπάτημά μου και μου άνοιξε στη θέα του μεγάλου μακρόστενου τραπεζιού και του ήλιου πάνω από το Σαρωνικό.
Λες και ένα αόρατο χέρι με οδηγούσε. Έκανα check in, προχώρησα στον έλεγχο και μπήκα στο αεροπλάνο. Κάθισα σε παράθυρο καθότι μου αρέσει να κοιτώ από ψηλά. Ετούτα τα φτερά μου φάνηκαν λίγο διαφορετικά από άλλες φορές. «Τέλος πάντων, για να δούμε» είπα μέσα μου. Ένιωθα κάποια ασφάλεια, γιατί δεν ήμουν μόνη.
Ένα κυριακάτικο απόγευμα και ‘γω , άρχισα να κρυώνω… τρελά ρίγη… δε φαντάστηκα…